"ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΕΙΧΑΜΕ ΝΙΚΗΣΕΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ"
H μοναδική μαρτυρία του Δ.Ιωαννίδη για τον ΑΤΤΙΛΑ Ι/ΙΙ
Ο "αόρατος δικτάτορας" όπως χαρακτηρίστηκε ο στρατηγός Δ.Ιωαννίδης που είχε ανατρέψει τον Γ.Παπαδόπουλο το Νοέμβριο του 1973, σπάνια μίλησε για τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου. Πρακτικά το παρακάτω κείμενο εξομολόγηση στον Γ.Φράγκο είναι η μοναδική μαρτυρία του για τα γεγονότα και ως τέτοια αξίζει να καταγραφεί.
"Κάνοντας μια αναδρομή στην κρίσιμη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, λίγες μέρες μετά την τουρκική απόβαση στο Πεντεμίλι της Κυρήνειας, στο ΑΕΔ (Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων) -στην οποία εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη, του πρωθυπουργού Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας Κυπραίου και Λατσούδη και των αρχηγών Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, συμμετείχαν ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα Χένρι Τάσκα και ο υφυπουργός Εξωτερικών της Αμερικής Σίσκο, που μόλις είχε προσγειωθεί ερχόμενος από την Αγκυρα όπου συναντήθηκε με τον Ετσεβίτ- αποκαλύπτει (σ.σ. ο Δ.Ιωαννίδης) πως οι Αμερικανοί προσπάθησαν να… αποκοιμίσουν την Αθήνα, ενώ συνεχιζόταν η τουρκική εισβολή".
(Μιλάει ο Δ.Ιωαννίδης): «Ο Σίσκο, που πήρε το λόγο αμέσως μετά την είσοδό του στην αίθουσα του τρίτου ορόφου του Πενταγώνου όπου συνεδριάζαμε, μας ζήτησε να δείξουμε αυτοσυγκράτηση. Μας διαβεβαίωσε μάλιστα, ότι αυτός και ο Κίσινγκερ θα έπειθαν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από την Κύπρο, τα επόμενα 24ωρα, αφήνοντας μια δύναμη περίπου 1.500 ανδρών για ενίσχυση της ΓΟΥΡΔΥΚ και της τόνωσης του ηθικού των Τουρκοκυπρίων. Γι’ αυτό και μας κάλεσε να αποφύγουμε κάθε πολεμική ενέργεια».
Στο σημείο αυτό παρενέβη ο ίδιος ο Δ.Ιωαννίδης και χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι είπε απευθυνόμενος στην αμερικανική πλευρά: «Μας εξαπατήσατε, όπως κάνατε και προ ημερών, όταν μας υποσχεθήκατε ότι ο έκτος Στόλος θα περιπολούσε στα στενά της Μερσίνας, ώστε να αποτρέψει τουρκική αποβατική ενέργεια».
Ο Ιωαννίδης θυμάται ότι αμέσως σηκώθηκαν τόσο ο Γκιζίκης όσο και Κυπραίος και απευθυνόμενοι στους δύο Αμερικανούς στα αγγλικά, τους προειδοποίησαν ότι αν οι Τούρκοι δεν αποχωρούσαν άμεσα, η Ελλάδα θα έφευγε από το ΝΑΤΟ και θα «κήρυττε τον πόλεμο στην Αγκυρα».
Μετά από μικρή παύση, ανακαλώντας τη μνήμη του, λέει: «Αμέσως έπεισα τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Γρηγόριο Μπονάνο να κηρύξουμε γενική επιστράτευση! Παράλληλα αποφασίσαμε και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που το ίδιο βράδυ έβγαζε το 353/74 ψήφισμα, να κληθούν όλα τα μέρη να σεβαστούν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου».
«Εκτός από την επιστράτευση, σε τι άλλες ενέργειες προχωρήσατε;», τον ρωτήσαμε, με το θάρρος της γνωριμίας που είχαμε αποκτήσει, καθώς ένα παιχνίδι της μοίρας μας έφερε να μοιραζόμαστε τους ίδιους χώρους για ένα χρονικό διάστημα.
«Διέταξα τον τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Πέτρο Αραπάκη να στείλει αμέσως τα μισά υποβρύχια που βρισκόντουσαν στα Δωδεκάνησα στην Κύπρο και να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία, ενώ πρότεινα να κηρύξουμε την Ενωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα».
«Τελικά τι έγινε;», τον ξαναρωτήσαμε. «Διατύπωσαν δισταγμούς τόσο ο Μπονάνος που ακόμη πίστευε στη μεσολάβηση των Αμερικανών όσο και ο Γκιζίκης.
Αλλά και ο τότε αρχηγός της Αεροπορίας Παπανικολάου, όταν του ζήτησαν να στείλουμε τα Φάντομ που είχαμε και να διαλύσουν τους εισβολείς, άρχισε τις αναλύσεις σχετικά με τις πραγματικές δυνατότητες των συγκεκριμένων αεροσκαφών»…
Αναπόφευκτη η απορία μας για το «εάν θα κερδίζαμε έναν πόλεμο με την Τουρκία που υπερτερούσε αριθμητικά τόσο σε έμψυχο δυναμικό όσο και σε οπλικά συστήματα»…
«Κι όμως, δεν ήταν έτσι τα πράγματα», μας διέκοψε, «γιατί οι συσχετισμοί στην ποιότητα των όπλων, ιδιαίτερα στην Αεροπορία και στο Ναυτικό, ήταν συντριπτικά υπέρ μας. Ακόμη και στο Στρατό Ξηράς όπου η Τουρκία υπερτερούσε τρία προς ένα, δεν είχαμε ουσιαστικό πρόβλημα λόγω του περιορισμένου μετώπου στον Εβρο.
Εξάλλου, εμείς είχαμε καλύτερα άρματα μάχης, τα γαλλικά ΑΜΧ, που ήταν πιο σύγχρονα και γρήγορα από τα αμερικανικά Μ-47 που διέθεταν, είναι αλήθεια σε μεγάλους αριθμούς αυτοί. Επιπλέον, οι περισσότεροι ανώτεροι αξιωματικοί είχαμε πολεμική εμπειρία από την περίοδο 1946-9, ενώ οι Τούρκοι είχαν να πολεμήσουν από το ’22».
Για τον πάλαι ποτέ πανίσχυρο άνδρα της χώρας… «η κρίσιμη διαφορά ήταν στην ψυχοσύνθεση των δύο λαών. Ο Ελληνας στρατιώτης εκείνης της εποχής (1974) ήταν πολύ καλύτερα εκπαιδευμένος και είχε υψηλότερο ηθικό από τον αντίστοιχο Τούρκο».
Σύμφωνα με τον ίδιο… «τα 22 Φάντομ που μόνο εμείς τότε διαθέταμε θα δημιουργούσαν υπεροχή στον αέρα και θα συνέτριβαν την τουρκική αεροπορία. Απ’ ό,τι θυμάμαι πετούσαν με επιχειρησιακή ταχύτητα 700 χλμ. την ώρα και ήταν απείρως γρηγορότερα από τα F-104, F-100 και F-84 που είχαν οι Τούρκοι. Ειδικά τα τελευταία ήταν κάτι παλιατζούρες από τον καιρό της Κορέας που ίσα – ίσα πετούσαν».
Αλλά και στο Ναυτικό, σύμφωνα με τον ιδεολογικό υπεύθυνο του Απριλιανού καθεστώτος, η διαφορά ήταν συντριπτική:
«Πρέπει να ’χαμε δύο – τρία αντιτορπιλικά περισσότερα από τους Τούρκους, αλλά το παιχνίδι θα κερδιζόταν από τα υποβρύχια και τις γαλλικές πυραυλάκατους που μόλις είχαμε παραλάβει. Είχαμε οχτώ γερμανικά υποβρύχια, από τα οποία τα τέσσερα ήταν σύγχρονα τύπου 209, ενώ αυτοί κάτι απομεινάρια αμερικανικά του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου».
Γι’ αυτό, όπως υποστηρίζει… «μπορούσαμε να διαλύσουμε τις τουρκικές αποβατικές δυνάμεις. Θυμάμαι ότι τα υποβρύχια του Αραπάκη απείχαν περίπου 80 ναυτικά μίλια από την Πάρο και τα Φάντομ βρίσκονταν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα. Στη σύσκεψη που έγινε τα ξημερώματα της 21ης Ιουλίου στο γραφείο του Γκιζίκη, είπα στον Αραπάκη να βουλιάξει όλα τα τουρκικά πλοία που ήταν έξω από το λιμάνι της Κυρήνειας και στον Παπανικολάου να στείλει από την Κρήτη τα πρώτα έξι Φάντομ και να βομβαρδίσουν οτιδήποτε τουρκικό εκινείτο πάνω στο νησί».
Τελικά, όμως, δεν έγινε τίποτε απ’ όλ’ αυτά. «Γιατί;», τον ρωτήσαμε.
«Μας πρόδωσαν, δεν το κρύβω, οι αρχηγοί των γενικών επιτελείων και ο Γκιζίκης. Οπως πληροφορήθηκα εκ των υστέρων οι τρεις αρχηγοί μαζί με τον Μπονάνο και τον Γκιζίκη, συναντήθηκαν και αποφάσισαν να μην έρθουν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, ενώ ο Αραπάκης διέταξε τα υποβρύχια να γυρίσουν πίσω και ο Παπανικολάου να μη σηκωθεί ούτε ένα αεροπλάνο. Στη συγκεκριμένη σύσκεψη, όπως ενημερώθηκα από τον αρχηγό του Στρατού αντιστράτηγο Γαλατσάνο, ο Αραπάκης πρότεινε κι οι άλλοι συμφώνησαν να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς».
Ο ίδιος απαντά και στην κατηγορία ότι ήθελε το θάνατο του Μακαρίου. «Σε καμία περίπτωση γιατί έτσι θα κλονιζόταν το έρεισμα της Ενωσης, μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι περισσότεροι Κύπριοι ήταν μακαρικοί. Η διαταγή που είχα δώσει προσωπικά στον συνταγματάρχη Κων/νο Κομπόκη, που ήταν επικεφαλής της επίθεσης στο Προεδρικό Μέγαρο, ήταν να συλληφθεί ο Μακάριος ζωντανός».
Οσο για την τύχη του Αρχιεπισκόπου Κύπρου ο Ιωαννίδης υποστηρίζει ότι ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ που «δεν έβλεπε με καλό μάτι τον Μακάριο», του είχε προτείνει να «φιλοξενηθεί» για ένα διάστημα σε Μοναστήρι του Αγίου Ορους. «Ο Σεραφείμ γνώριζε προσωπικά πολλούς ηγούμενους και με είχε πείσει ότι θα μπορούσε να τακτοποιήσει το θέμα».
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
H μοναδική μαρτυρία του Δ.Ιωαννίδη για τον ΑΤΤΙΛΑ Ι/ΙΙ
Ο "αόρατος δικτάτορας" όπως χαρακτηρίστηκε ο στρατηγός Δ.Ιωαννίδης που είχε ανατρέψει τον Γ.Παπαδόπουλο το Νοέμβριο του 1973, σπάνια μίλησε για τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου. Πρακτικά το παρακάτω κείμενο εξομολόγηση στον Γ.Φράγκο είναι η μοναδική μαρτυρία του για τα γεγονότα και ως τέτοια αξίζει να καταγραφεί.
"Κάνοντας μια αναδρομή στην κρίσιμη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, λίγες μέρες μετά την τουρκική απόβαση στο Πεντεμίλι της Κυρήνειας, στο ΑΕΔ (Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων) -στην οποία εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη, του πρωθυπουργού Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας Κυπραίου και Λατσούδη και των αρχηγών Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, συμμετείχαν ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα Χένρι Τάσκα και ο υφυπουργός Εξωτερικών της Αμερικής Σίσκο, που μόλις είχε προσγειωθεί ερχόμενος από την Αγκυρα όπου συναντήθηκε με τον Ετσεβίτ- αποκαλύπτει (σ.σ. ο Δ.Ιωαννίδης) πως οι Αμερικανοί προσπάθησαν να… αποκοιμίσουν την Αθήνα, ενώ συνεχιζόταν η τουρκική εισβολή".
(Μιλάει ο Δ.Ιωαννίδης): «Ο Σίσκο, που πήρε το λόγο αμέσως μετά την είσοδό του στην αίθουσα του τρίτου ορόφου του Πενταγώνου όπου συνεδριάζαμε, μας ζήτησε να δείξουμε αυτοσυγκράτηση. Μας διαβεβαίωσε μάλιστα, ότι αυτός και ο Κίσινγκερ θα έπειθαν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από την Κύπρο, τα επόμενα 24ωρα, αφήνοντας μια δύναμη περίπου 1.500 ανδρών για ενίσχυση της ΓΟΥΡΔΥΚ και της τόνωσης του ηθικού των Τουρκοκυπρίων. Γι’ αυτό και μας κάλεσε να αποφύγουμε κάθε πολεμική ενέργεια».
Στο σημείο αυτό παρενέβη ο ίδιος ο Δ.Ιωαννίδης και χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι είπε απευθυνόμενος στην αμερικανική πλευρά: «Μας εξαπατήσατε, όπως κάνατε και προ ημερών, όταν μας υποσχεθήκατε ότι ο έκτος Στόλος θα περιπολούσε στα στενά της Μερσίνας, ώστε να αποτρέψει τουρκική αποβατική ενέργεια».
Ο Ιωαννίδης θυμάται ότι αμέσως σηκώθηκαν τόσο ο Γκιζίκης όσο και Κυπραίος και απευθυνόμενοι στους δύο Αμερικανούς στα αγγλικά, τους προειδοποίησαν ότι αν οι Τούρκοι δεν αποχωρούσαν άμεσα, η Ελλάδα θα έφευγε από το ΝΑΤΟ και θα «κήρυττε τον πόλεμο στην Αγκυρα».
Μετά από μικρή παύση, ανακαλώντας τη μνήμη του, λέει: «Αμέσως έπεισα τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Γρηγόριο Μπονάνο να κηρύξουμε γενική επιστράτευση! Παράλληλα αποφασίσαμε και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που το ίδιο βράδυ έβγαζε το 353/74 ψήφισμα, να κληθούν όλα τα μέρη να σεβαστούν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου».
«Εκτός από την επιστράτευση, σε τι άλλες ενέργειες προχωρήσατε;», τον ρωτήσαμε, με το θάρρος της γνωριμίας που είχαμε αποκτήσει, καθώς ένα παιχνίδι της μοίρας μας έφερε να μοιραζόμαστε τους ίδιους χώρους για ένα χρονικό διάστημα.
«Διέταξα τον τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Πέτρο Αραπάκη να στείλει αμέσως τα μισά υποβρύχια που βρισκόντουσαν στα Δωδεκάνησα στην Κύπρο και να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία, ενώ πρότεινα να κηρύξουμε την Ενωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα».
«Τελικά τι έγινε;», τον ξαναρωτήσαμε. «Διατύπωσαν δισταγμούς τόσο ο Μπονάνος που ακόμη πίστευε στη μεσολάβηση των Αμερικανών όσο και ο Γκιζίκης.
Αλλά και ο τότε αρχηγός της Αεροπορίας Παπανικολάου, όταν του ζήτησαν να στείλουμε τα Φάντομ που είχαμε και να διαλύσουν τους εισβολείς, άρχισε τις αναλύσεις σχετικά με τις πραγματικές δυνατότητες των συγκεκριμένων αεροσκαφών»…
Αναπόφευκτη η απορία μας για το «εάν θα κερδίζαμε έναν πόλεμο με την Τουρκία που υπερτερούσε αριθμητικά τόσο σε έμψυχο δυναμικό όσο και σε οπλικά συστήματα»…
«Κι όμως, δεν ήταν έτσι τα πράγματα», μας διέκοψε, «γιατί οι συσχετισμοί στην ποιότητα των όπλων, ιδιαίτερα στην Αεροπορία και στο Ναυτικό, ήταν συντριπτικά υπέρ μας. Ακόμη και στο Στρατό Ξηράς όπου η Τουρκία υπερτερούσε τρία προς ένα, δεν είχαμε ουσιαστικό πρόβλημα λόγω του περιορισμένου μετώπου στον Εβρο.
Εξάλλου, εμείς είχαμε καλύτερα άρματα μάχης, τα γαλλικά ΑΜΧ, που ήταν πιο σύγχρονα και γρήγορα από τα αμερικανικά Μ-47 που διέθεταν, είναι αλήθεια σε μεγάλους αριθμούς αυτοί. Επιπλέον, οι περισσότεροι ανώτεροι αξιωματικοί είχαμε πολεμική εμπειρία από την περίοδο 1946-9, ενώ οι Τούρκοι είχαν να πολεμήσουν από το ’22».
Για τον πάλαι ποτέ πανίσχυρο άνδρα της χώρας… «η κρίσιμη διαφορά ήταν στην ψυχοσύνθεση των δύο λαών. Ο Ελληνας στρατιώτης εκείνης της εποχής (1974) ήταν πολύ καλύτερα εκπαιδευμένος και είχε υψηλότερο ηθικό από τον αντίστοιχο Τούρκο».
Σύμφωνα με τον ίδιο… «τα 22 Φάντομ που μόνο εμείς τότε διαθέταμε θα δημιουργούσαν υπεροχή στον αέρα και θα συνέτριβαν την τουρκική αεροπορία. Απ’ ό,τι θυμάμαι πετούσαν με επιχειρησιακή ταχύτητα 700 χλμ. την ώρα και ήταν απείρως γρηγορότερα από τα F-104, F-100 και F-84 που είχαν οι Τούρκοι. Ειδικά τα τελευταία ήταν κάτι παλιατζούρες από τον καιρό της Κορέας που ίσα – ίσα πετούσαν».
Αλλά και στο Ναυτικό, σύμφωνα με τον ιδεολογικό υπεύθυνο του Απριλιανού καθεστώτος, η διαφορά ήταν συντριπτική:
«Πρέπει να ’χαμε δύο – τρία αντιτορπιλικά περισσότερα από τους Τούρκους, αλλά το παιχνίδι θα κερδιζόταν από τα υποβρύχια και τις γαλλικές πυραυλάκατους που μόλις είχαμε παραλάβει. Είχαμε οχτώ γερμανικά υποβρύχια, από τα οποία τα τέσσερα ήταν σύγχρονα τύπου 209, ενώ αυτοί κάτι απομεινάρια αμερικανικά του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου».
Γι’ αυτό, όπως υποστηρίζει… «μπορούσαμε να διαλύσουμε τις τουρκικές αποβατικές δυνάμεις. Θυμάμαι ότι τα υποβρύχια του Αραπάκη απείχαν περίπου 80 ναυτικά μίλια από την Πάρο και τα Φάντομ βρίσκονταν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα. Στη σύσκεψη που έγινε τα ξημερώματα της 21ης Ιουλίου στο γραφείο του Γκιζίκη, είπα στον Αραπάκη να βουλιάξει όλα τα τουρκικά πλοία που ήταν έξω από το λιμάνι της Κυρήνειας και στον Παπανικολάου να στείλει από την Κρήτη τα πρώτα έξι Φάντομ και να βομβαρδίσουν οτιδήποτε τουρκικό εκινείτο πάνω στο νησί».
Τελικά, όμως, δεν έγινε τίποτε απ’ όλ’ αυτά. «Γιατί;», τον ρωτήσαμε.
«Μας πρόδωσαν, δεν το κρύβω, οι αρχηγοί των γενικών επιτελείων και ο Γκιζίκης. Οπως πληροφορήθηκα εκ των υστέρων οι τρεις αρχηγοί μαζί με τον Μπονάνο και τον Γκιζίκη, συναντήθηκαν και αποφάσισαν να μην έρθουν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, ενώ ο Αραπάκης διέταξε τα υποβρύχια να γυρίσουν πίσω και ο Παπανικολάου να μη σηκωθεί ούτε ένα αεροπλάνο. Στη συγκεκριμένη σύσκεψη, όπως ενημερώθηκα από τον αρχηγό του Στρατού αντιστράτηγο Γαλατσάνο, ο Αραπάκης πρότεινε κι οι άλλοι συμφώνησαν να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς».
Ο ίδιος απαντά και στην κατηγορία ότι ήθελε το θάνατο του Μακαρίου. «Σε καμία περίπτωση γιατί έτσι θα κλονιζόταν το έρεισμα της Ενωσης, μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι περισσότεροι Κύπριοι ήταν μακαρικοί. Η διαταγή που είχα δώσει προσωπικά στον συνταγματάρχη Κων/νο Κομπόκη, που ήταν επικεφαλής της επίθεσης στο Προεδρικό Μέγαρο, ήταν να συλληφθεί ο Μακάριος ζωντανός».
Οσο για την τύχη του Αρχιεπισκόπου Κύπρου ο Ιωαννίδης υποστηρίζει ότι ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ που «δεν έβλεπε με καλό μάτι τον Μακάριο», του είχε προτείνει να «φιλοξενηθεί» για ένα διάστημα σε Μοναστήρι του Αγίου Ορους. «Ο Σεραφείμ γνώριζε προσωπικά πολλούς ηγούμενους και με είχε πείσει ότι θα μπορούσε να τακτοποιήσει το θέμα».
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου