Πέτρος Ν. Παπαγεωργίου (1859-1914).
Ἕνας Μακεδόνας ἀρχαιολόγος καί βυζαντινολόγος τῆς τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας.
Ἕνας Μακεδόνας ἀρχαιολόγος καί βυζαντινολόγος τῆς τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας.
Ο ΠΕΤΡΟΣ Ν. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ τοῦ Γ. Ι. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ ‘ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ’ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΓΓΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1964 |
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ
ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΕΠΕΤΕΙΩ
ΑΠΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΑΥΤΟΥ
(Ἰανουάριος 1914 – Ἰανουάριος 1964)
ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΕΠΕΤΕΙΩ
ΑΠΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΑΥΤΟΥ
(Ἰανουάριος 1914 – Ἰανουάριος 1964)
Ἡ πεντηκονταετία πού συμπληρώθηκε φέτος στίς 18 Ἰανουαρίου (31 Ἰαν. π. ἡμ.) ἀπό τή χρονιά πού πέθανε ὁ Πέτρος Παπαγεωργίου, ἔδωσε στήν Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν λαμπρή καί μοναδική εὐκαιρία νά τιμήση τή μνήμη τοῦ ἐξαιρετικοῦ αὐτοῦ τέκνου τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θεσσαλονίκης ἰδιαιτέρως, τό ὁποῖον ὡς φιλόλογος λάμπρυνε τό ἑλληνικόν ὄνομα στό Ἐξωτερικό, ὡς ἀρχαιολόγος καί βυζαντινολόγος ἔπειτα πρόσφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στήν ὑποδουλωμένη ἀκόμα τότε ἰδιαίτερή του πατρίδα καί ἐν γένει ὑπηρέτησε καί ὡς ἐκπαιδευτικός μέ ἄφθαστη ἀφοσίωση τήν ἑλληνική ἐπιστήμη καί ἐκπαίδευση.
Δέν θά ἦταν ἴσως ὑπερβολή νά ποῦμε, ὅτι ἡ Θεσσαλονίκη τουλάχιστον δέν ἔχει νά ἐπίδειξη, ὑστέρα ἀπό τό μητροπολίτη τῆς Εὐστάθιο στό 12ο αἰώνα, κανένα ἄλλον παλιόν φιλόλογο πιό μεγάλον ἀπό τόν Παπαγεωργίου.
Εἶναι δέ ἀναμφίβολο ὅτι, χωρίς τόν Παπαγεωργίου, πολύ λίγα πράγματα θά γνωρίζαμε σήμερα γιά πολλά μνημεῖα τῆς Θεσσαλονίκης καί τῆς Μακεδονίας καί γιά ὁλόκληρες πόλεις ἀκόμα, ὅπως οἱ Σέρρες.
Εἶναι δέ ἀναμφίβολο ὅτι, χωρίς τόν Παπαγεωργίου, πολύ λίγα πράγματα θά γνωρίζαμε σήμερα γιά πολλά μνημεῖα τῆς Θεσσαλονίκης καί τῆς Μακεδονίας καί γιά ὁλόκληρες πόλεις ἀκόμα, ὅπως οἱ Σέρρες.
Ἐκεῖνο ὅμως πού χαρακτηρίζει ἰδιαίτερα τόν Παπαγεωργίου εἶναι ὅτι συνδύαζε στό πρόσωπό του τόν κλασσικό φιλόλογο καί τό βυζαντινολόγο, τόν ἀρχαῖο δηλαδή καί τό μεσαιωνικό ἑλληνικό κόσμο, καί ἀποτελοῦσε ἔτσι ζωντανό σύμβολο τῆς συνέχειας τοῦ ἱστορικοῦ βίου τοῦ Ἔθνους, ὁ ὁποῖος μετά τή μεγάλη νάρκη τῆς τουρκικῆς Σκλαβιᾶς εἶχε ἀνασυνδέσει τά νήματά του στήν Κάτω Ἑλλάδα μόλις τριάντα χρόνια πρίν ἀπό τή γέννηση τοῦ Παπαγεωργίου.
Τό παράδειγμα δέ τοῦ Παπαγεωργίου ὄχι μόνο τήν ἰδιαίτερή του πατρίδα τιμᾶ, ἄλλα εἶναι χαρακτηριστικό καί γιά τό Ἔθνος, τό ὁποῖο ὕστερα ἀπό τετρακόσια χρόνια σκλαβιά μπόρεσε ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ὄχι μόνο Κοντούς καί Μυστριῶτες καί Παπαρηγόπουλους στό ἐλεύθερο ἔδαφός του νά γεννήση, ἀλλά καί ἕναν Παπαγεωργίου στά τουρκοκρατούμενα ἀκόμα ἐδάφη του νά ἀναδείξη.
Ὅταν τό 1859 στό ἀρχοντικό σπίτι τῆς σημερινῆς ὁδοῦ Φιλίππου γεννιόταν ὁ Παπαγεωργίου, ἡ Θεσσαλονίκη εἶχε τήν ὄψη μιᾶς τουρκόπολης. Τό ἑλληνικό στοιχεῖο, ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξος Κοινότης, ἦταν συγκεντρωμένο μεταξύ της Καμάρας καί τῆς Ἅγια-Σοφιᾶς καί γύρω στόν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπό τό Ἱπποδρόμιο ὡς τήν Ἀγορά καί πρός τή θάλασσα ἦταν οἱ ἐβραιομαχαλάδες.
Γύρω στό λιμάνι ἦταν ἡ συνοικία τῶν ξένων, ὁ Φραγκομαχαλᾶς.
Στήν Ἐπάνω δέ πόλη, ἀπ’ τήν ὁδό Ἁγίου Δημητρίου καί πάνω, ἀνέβαιναν οἱ ἀπρόσιτοι στούς Χριστιανούς τουρκομαχαλάδες.
Ὅταν ὁ Παπαγεωργίου πήγαινε στό Δημοτικό σχολεῖο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλληνική Κοινότης εἶχε ἕνα μόνο Δημοτικό Σχολεῖο Ἀρρένων, κοντά στό σπίτι τοῦ Παπαγεωργίου, στήν ὁδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ὅπου σήμερα βρίσκεται τό 32ον Δημοτικόν Σχολεῖον Ἀρρένων, ἄλλα σέ καινούργιο οἴκημα.
Τό παράδειγμα δέ τοῦ Παπαγεωργίου ὄχι μόνο τήν ἰδιαίτερή του πατρίδα τιμᾶ, ἄλλα εἶναι χαρακτηριστικό καί γιά τό Ἔθνος, τό ὁποῖο ὕστερα ἀπό τετρακόσια χρόνια σκλαβιά μπόρεσε ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ὄχι μόνο Κοντούς καί Μυστριῶτες καί Παπαρηγόπουλους στό ἐλεύθερο ἔδαφός του νά γεννήση, ἀλλά καί ἕναν Παπαγεωργίου στά τουρκοκρατούμενα ἀκόμα ἐδάφη του νά ἀναδείξη.
Ὅταν τό 1859 στό ἀρχοντικό σπίτι τῆς σημερινῆς ὁδοῦ Φιλίππου γεννιόταν ὁ Παπαγεωργίου, ἡ Θεσσαλονίκη εἶχε τήν ὄψη μιᾶς τουρκόπολης. Τό ἑλληνικό στοιχεῖο, ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξος Κοινότης, ἦταν συγκεντρωμένο μεταξύ της Καμάρας καί τῆς Ἅγια-Σοφιᾶς καί γύρω στόν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπό τό Ἱπποδρόμιο ὡς τήν Ἀγορά καί πρός τή θάλασσα ἦταν οἱ ἐβραιομαχαλάδες.
Γύρω στό λιμάνι ἦταν ἡ συνοικία τῶν ξένων, ὁ Φραγκομαχαλᾶς.
Στήν Ἐπάνω δέ πόλη, ἀπ’ τήν ὁδό Ἁγίου Δημητρίου καί πάνω, ἀνέβαιναν οἱ ἀπρόσιτοι στούς Χριστιανούς τουρκομαχαλάδες.
Ὅταν ὁ Παπαγεωργίου πήγαινε στό Δημοτικό σχολεῖο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλληνική Κοινότης εἶχε ἕνα μόνο Δημοτικό Σχολεῖο Ἀρρένων, κοντά στό σπίτι τοῦ Παπαγεωργίου, στήν ὁδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ὅπου σήμερα βρίσκεται τό 32ον Δημοτικόν Σχολεῖον Ἀρρένων, ἄλλα σέ καινούργιο οἴκημα.
Ὅταν ὁ Παπαγεωργίου πήγαινε στό Γυμνάσιο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλληνική Κοινότης εἶχε ἕνα μόνο Γυμνάσιον Ἀρρένων, τό ὅποιο στεγαζόταν στό πέτρινο οἴκημα, πού βρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τά κάγκελα τοῦ Πειραματικοῦ Σχολείου.
Ἡ σπουδαιότητα, πού ἔδινε ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξος Κοινότης στή μόρφωση τῶν τέκνων της, καταφαίνεται, ἄν διαβάση κανείς περιγραφές τῶν Ἐξετάσεων τῶν Σχολείων τῆς Κοινότητος σέ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς (Φάρο τῆς Μακεδονίας, ἡ Ἀλήθεια).
Οἱ παριστάμενοι Μητροπολίτης, Πρόεδρος τῆς Κοινότητος, Ἕλλην Πρόξενος, Προύχοντες οἱ ἐκφωνούμενοι λόγοι, ὁ ἀποχαιρετισμός τῶν τελειοφοίτων, ὅλα αὐτά δημιουργοῦσαν πολύ θερμή πατριωτική ἀτμόσφαιρα.
Τό κοινοτικό δέ σύστημα, πού ἴσχυε τότε, ἔκαμνε τήν Παιδεία τοῦ Ἔθνους καί τή λειτουργία τῶν Σχολείων οἰκογενειακή φροντίδα κάθε ἑλληνικοῦ σπιτιοῦ.
Ἡ σπουδαιότητα, πού ἔδινε ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξος Κοινότης στή μόρφωση τῶν τέκνων της, καταφαίνεται, ἄν διαβάση κανείς περιγραφές τῶν Ἐξετάσεων τῶν Σχολείων τῆς Κοινότητος σέ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς (Φάρο τῆς Μακεδονίας, ἡ Ἀλήθεια).
Οἱ παριστάμενοι Μητροπολίτης, Πρόεδρος τῆς Κοινότητος, Ἕλλην Πρόξενος, Προύχοντες οἱ ἐκφωνούμενοι λόγοι, ὁ ἀποχαιρετισμός τῶν τελειοφοίτων, ὅλα αὐτά δημιουργοῦσαν πολύ θερμή πατριωτική ἀτμόσφαιρα.
Τό κοινοτικό δέ σύστημα, πού ἴσχυε τότε, ἔκαμνε τήν Παιδεία τοῦ Ἔθνους καί τή λειτουργία τῶν Σχολείων οἰκογενειακή φροντίδα κάθε ἑλληνικοῦ σπιτιοῦ.
Μέσα σ’ αὐτή τήν παλλόμενη ἀπό πατριωτισμό ἀτμόσφαιρα τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος μεγάλωσε ὁ Παπαγεωργίου καί διέτρεξε τά ἐγκύκλια μαθήματα.Ἔτσι ἴσως ἐξηγεῖται ἡ ἀγάπη του γιά τή Φιλολογία. Εἶναι ἀγάπη πρός τό Ἔθνος του καί πρός τήν Ἱστορία τοῦ Ἔθνους του, γιατί περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐπιστήμη ἡ Φιλολογία ἔχει πατρίδα.
Ἡ οἰκονομική εὐχέρεια τῶν γονέων του τοῦ ἐπέτρεψε νά σπουδάση τήν ἀγαπημένη τοῦ Φιλολογία πρῶτα στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, στήν Ἀθήνα, καί ὕστερα στό Ἐξωτερικό, στή Γερμανία (Ἰένα, Λειψία, Βερολίνο), ὅπου διέπρεψε ὡς κλασσικός φιλόλογος.
Ὁ Παπαγεωργίου ἀναδείχθηκε ὅμως ὡς ἀρχαιολόγος καί βυζαντινολόγος στήν τουρκοκρατούμενη πατρίδα του, τή Μακεδονία.
Ὅταν τό 1883, ὕστερα ἀπό πέντε χρόνια σπουδές στή Γερμανία κι ἕνα ἐπιστημονικό ταξίδι στό Ἀρχαιολογικό Ἰνστιτοῦτο τῆς Ἰταλίας, ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, διορίσθηκε τό 1884 καθηγητής τῶν Ἑλληνικῶν στά Ζαρίφεια Διδασκαλεῖα τῆς Φιλιππουπόλεως.
Στήν ἑλληνικώτατη τότε αὐτή πόλη ἔμεινε ὁ Παπαγεωργίου τέσσαρα χρόνια, μέχρι τοῦ 1888, καί δημοσίευσε 13 περίπου φιλολογικές ἐργασίες σέ ἐφημερίδες καί περιοδικά τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Σμύρνης καί τοῦ Βερολίνου
(Ἡμερολόγιο τῆς Ἀνατολῆς, Νέα Ἡμέρα, Νεολόγος καί Berliner Philologische Wochenschrift), ἕκτος ἀπό τά ἀρχαῖα Σχόλια τοῦ Σοφοκλέους στή σειρά τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου τῆς Λειψίας Teubner.
Ἀλλά ὁ ἱστοριοδίφης καί βυζαντινολόγος Παπαγεωργίου ἀναφαίνεται ἀπό τώρα.
Μέ πρόθυμη σύσταση τοῦ μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Ἰωακείμ Εὐθυβούλη ὁ Παπαγεωργίου ἐπισκέπτεται τό Μάιο τοῦ 1887 τά ἑλληνικά μοναστήρια τῆς Ροδόπης, ψάχνοντας γιά κώδικες, χειρόγραφα καί κειμήλια.
Ἀπό τίς ἔρευνές του αὐτές δημοσίευσε τό 1887 στό Ἡμερολόγιο τῆς Ἀνατολῆς καί τό 1889 στή Berliner Philologische Wochenschrift τήν «Παλαιογραφικήν ἐκδρομήν εἰς τήν Μονήν Μπατσκόβου», τήν Μονήν δηλαδή τῆς Θεοτόκου Πετριτζιωτίσσης, ἡ ὅποια εἶχε ἱδρυθεῖ στό 12ο αἰώνα ἀπό τό Γρηγόριο Πακουριανό, τό μέγα δομέστικο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Κομνηνοῦ.
(σήμ. Yauna δεῖτε “ΤΡΕΙΣ ΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΥΠΙΚΑ ΤΟΥΣ”. )
Ἀπ΄ αὐτή τή Μονή ὁ μέν Παπαγεωργίου περιέγραψε τούς κώδικες καί τά χειρόγραφα, ὁ δέ Διευθυντής τῶν Ζαριφείων, πού τόν συνώδευε, Γ. Κωνσταντινίδης, περιέγραψε τίς εἰκόνες καί τά κειμήλια καί ἀντέγραψε τίς ἐπιγραφές.
Ὕστερα ἀπό τρία χρόνια, τό 1890, τό ἑλληνικό αὐτό μοναστήρι καταλήφθηκε ἀπό τούς Βουλγάρους καί δέν ἦταν πιά δυνατό οἱ Ἕλληνες νά τό ἐπισκεφθοῦν καί νά μελετήσουν τά κειμήλιά του. Ἔτσι χάρις στόν Παπαγεωργίου ξέρομε σήμερα τί ἀρχαία εἶχε τό χαμένο πιά αὐτό ἑλληνικό μοναστήρι.
Τό σχολικό ἔτος 1888-1889 τό πέρασε ὁ Παπαγεωργίου στή γενέτειρά του, τή Θεσσαλονίκη. Δέν πῆγε κατ’ εὐθείαν Γυμνασιάρχης στίς Σέρρες, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοήσωμε ὁ Σταμάτιος Ψάλτης, ὁ ὁποῖος ἐξεφώνησε στήν αἴθουσα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τόν ἐπιμνημόσυνο Λόγο γιά τήν πρώτη ἐπέτειο ἀπό τοῦ θανάτου τοῦ Παπαγεωργίου, στίς 18 Ἰανουαρίου 1915.
Στό δημοσίευμά του: «Ἡ νέα ἐκκλησία Γεωργίου τοῦ Πραγαμᾶ», στό Φάρο τῆς Μακεδονίας της 10 Δεκεμβρίου 1888, ὁ Παπαγεωργίου διηγεῖται, πώς ἀπό τίς 4-7 Δεκεμβρίου κατέβαινε ἐπανειλημμένα στόν ὑπόγειο χῶρο ἑνός βυζαντινοῦ ναΐσκου, τόν ὅποιον ἀνακάλυψε τυχαία ἡ σκαπάνη ἑνός ἐργάτη στήν αὐλή ἑβραϊκοῦ σπιτιοῦ καί στή συνοικία Μπαλαάτ, πίσω ἀπό τό Διοικητήριο.
Ἐν πλήρει, λοιπόν, σχολικῷ ἔτει 1888-1889 ὁ Παπαγεωργίου βρίσκεται στή Θεσσαλονίκη καί περιγράφει τίς λίγες τοιχογραφίες καί διαβάζει τίς μισοσβυσμένες ἐπιγραφές τοῦ ὑπόγειου αὐτοῦ βυζαντινοῦ ναΐσκου.
Στίς Σέρρες πῆγε, φαίνεται, ὁ Παπαγεωργίου ὡς Γυμνασιάρχης τό Σεπτέμβριο τοῦ 1889. Ἐκεῖ δέν σταμάτησε τή συγγραφική του δραστηριότητα καί κατά τά πέντε χρόνια της παραμονῆς του στήν πόλη αὐτή δημοσίευσε εἴκοσι περίπου ἐργασίες.
Στίς θερινές διακοπές ἐπέστρεφε στή Θεσσαλονίκη, γι’ αὐτό ἔχομε ἐργασίες του ἀπό τήν περίοδο αὐτή, πού προϋποθέτουν ἤ καί μαρτυροῦν τήν παρουσία του στή Θεσσαλονίκη, ὅπως ἡ περιγραφή τῆς πυρκαϊᾶς τῆς 23 Αὔγουστου τοῦ 1890 καί τῶν ζημιῶν πού προκάλεσε αὐτή, δημοσιευμένη στό Νεολόγο τῆς Κων/πόλεως τῆς 28 Σεπτεμβρίου 1891 καί ἔπειτα ἀλλαχοῦ, ὅπως ἡ ἐργασία του:
«Συμπληρωματικό, εἰς τάς ἐπιγραφάς τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς ἐν Θεσσαλονίκη», τήν ὁποίαν ὑπογράφει:
«Ἐν Θεσσαλονίκῃ τῇ 16ῃ Ὀκτωβρίου 1893», καί τήν ὁποία δημοσίευσε στήν Εἰκονογραφημένη Ἑστία τῆς 14 Νοεμβρίου 1893, ὅπως ἡ ἀνακάλυψη ἑνός «Βυζαντινοῦ ὑπογείου Προσκυνηταρίου» παρά τήν Ἁγίαν Σοφίαν, ὅπως ἡ «Ἀρχαία εἰκών τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἐπί ἐλεφαντοστέου» κ.α.
Ἡ πιό σημαντική ὅμως ἀπό τίς ἐργασίες, πού ἔκαμε ὁ Παπαγεωργίου κατά τήν περίοδο αὐτή, εἶναι ἡ ἀρχαιολογική μελέτη του γιά τήν πόλη τῶν Σερρῶν, πού δημοσιεύτηκε στόν 3ον τόμο (1894) τοῦ γερμανικοῦ βυζαντινοῦ περιοδικοῦ Byzantinische Zeitschrift, πού τότε εἶχε ἀρχίσει νά ἐκδίδη στό Μόναχο ὁ Κρουμπάχερ.
Νά ὁ τίτλος τῆς μελέτης:
«Αἵ Σέρραι καί τά προάστεια τά περί τάς Σέρρας καί ἡ Μονή Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου».
Ἡ μεγάλη αὐτή μελέτη, ἡ ὁποία χωρίζεται σέ τέσσερα μέρη (Α. ἡ ἀκρόπολις καί ἡ πόλις. Β. τά προάστεια τῶν Σερρῶν. Γ. Ἅγιος Γεώργιος Κρυονερίτης καί τοπωνύμια περί τάς Σέρρας. Δ. ἡ Μονή Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου), δίνει τό «παρών» τῶν Ἑλλήνων στή νέα ἐπιστήμη τῆς Βυζαντινολογίας, πού ἵδρυσε τότε στήν Εὐρώπη ὁ Κρουμπάχερ γιά τή μελέτη τοῦ ὡς τότε παρεξηγημένου ἀπό τό Γαλλικό Διαφωτισμό Βυζαντίου, καί εἶναι γιά μᾶς σήμερα πολύτιμη.
Κατά τό Βαλκανικό πόλεμο τοῦ 1912, ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Σέρρες κάηκαν ἀπό τούς Βουλγάρους καί τίποτα σχεδόν δέν ἔμεινε ἀπό τήν παλιά πόλη καί ἀπό τά μνημεῖα της. Μόνη πηγή μας γι’ αὐτά εἶναι σήμερα γιά μᾶς ὁ Παπαγεωργίου.
Ἀπό τίς Σέρρες ὁ Παπαγεωργίου βρέθηκε τό 1894 Γυμνασιάρχης στή Μυτιλήνη, ὅπου παρέμεινε μέχρι τοῦ 1899. (Γιά τό ἔργο τοῦ ἐκεῖ, εἴτε τό ἐκπαιδευτικό στήν ὀργάνωση τῶν Σχολείων, εἴτε τό ἐπιστημονικό στή συλλογή τῶν ἐπιγραφῶν τῆς Μυτιλήνης, θά ἀκούσετε τόν κ. Δ. Μαντζουράνη, Μυτιληναῖον καί αὐτόν).
Ἀπό τίς 28 Νοεμβρίου 1899 τουλάχιστον (ὑπογράφει μέ αὐτή τή χρονολογία μιά ἐργασία του) ὁ Παπαγεωργίου βρίσκεται πάλι στή γενέτειρά του, τή Θεσσαλονίκη, ὅπου θά παραμείνη ἰδιωτεύων καί ἀσχολούμενος μέ τίς ἐπιστημονικές του ἀσχολίες μέχρι τοῦ 1910, ὁπότε θά μεταναστεύση ὁριστικά στήν Ἀθήνα καί θά πεθάνη ἐκεῖ τόν Ἰανουάριο τοῦ 1914.
Ἡ περίοδος αὐτή τῆς ζωῆς τοῦ Παπαγεωργίου εἶναι ἡ γόνιμη περίοδος τοῦ ὥριμου ἐπιστήμονα, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν οἰκονομική εὐχέρεια νά ἐπιδοθῆ ἀπερίσπαστος στίς ἀγαπημένες τοῦ μελέτες, καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι ἴσως ἡ εὐτυχέστερη περίοδος τῆς ζωῆς του.
Αὐτή ἡ περίοδος ἀνέδειξε τόν Παπαγεωργίου βυζαντινολόγο καί σ’ αὐτή τήν περίοδο προσέφερε ὁ Παπαγεωργίου τίς μεγαλύτερες ὑπηρεσίες του στήν ἱστορία τοῦ τόπου πού τόν γέννησε.
Ἀπό τίς 204 ἐργασίες τοῦ Παπαγεωργίου στόν Κατάλογο τοῦ Ψάλτη οἱ 135 περίπου ἀνήκουν στήν περίοδο αὐτή, ὅπως καί οἱ 10 ἀπό τό συμπληρωματικό Κατάλογο τοῦ κ. Α. Λέτσα.
Μεταξύ πλήθους ἐργασιῶν κλασσικῆς φιλολογίας δημοσιεύει ὁ Παπαγεωργίου τώρα τή μελέτη του:
«Περί χειρογράφου Εὐαγγελίου Θεσσαλονίκης», ἀπό τήν ὁποία μάθαμε ὅ,τι γνωρίζομε σήμερα γιά τήν ἐκκλησία τῆς Νέας Παναγίας στό Ἰπποδρόμι, τή Μονή δηλαδή τοῦ Ἱλαρίωνος Μαστούνη.
Δημοσιεύει τήν «Ἐκδρομήν εἰς τήν μονήν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, τῆς ἐν τῇ Χαλκιδικῇ», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί αὐτή τήν κυριώτερη πηγή μας γιά τήν ἱστορία αὐτῆς τῆς μονῆς καί τῶν ἐγγράφων της. Ἡ μελέτη του: «Ἡ ἐν Θεσσαλονίκη μονή τῶν Βλατταίων καί τά μετόχια αὐτῆς» ἔφερε στή δημοσιότητα ἔγγραφα τῆς μονῆς μή ὑπάρχοντα σήμερα καί συγκέντρωσε ὅ,τι ἦταν δυνατόν νά γνωσθῆ γιά τό μοναστήρι αὐτό στήν ἐποχή τοῦ Παπαγεωργίου. Ἄν σήμερα ξεύρωμε κάτι περισσότερο, αὐτό τό ὀφείλομε μόνο σέ καινούργιες πηγές, πού δημοσιεύθηκαν ἀπό τότε.
Ὁ Παπαγεωργίου δέν ἀγαποῦσε τούς λόγους, τό ὁμολόγησε αὐτό ἄλλοτε ἀναγκασθεῖς νά βγάλη λόγο στή Μυτιλήνη, ἐν τούτοις ὅμως στίς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1900 ἐξεφώνησε «Λόγον ἐπί τοῖς ἐγκαινίοις τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τοῦ ἐν τῷ Νεκροταφείῷ τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Θεσσαλονίκης», εἰς τόν ὅποιον μιλᾶ καί γιά τά πρός Ἀνατολᾶς καί Δυσμᾶς τῆς πόλεως πανάρχαια ρωμαϊκό-χριστιανικά νεκροταφεῖα καί ἀναφέρει ἕνα ἐπίγραμμα τοῦ ἀνατολικοῦ καί ἕνα του δυτικοῦ των πρώτων χριστιανικῶν χρόνων. Ἔτσι πρώτη φορά ὁ Παπαγεωργίου σημείωσε τούς ἀρχαιολογικούς αὐτούς χώρους τῆς πόλεως, τούς ὁποίους ἀναφέρει μόνο ὁ Καμενιάτης τόν 10ον αἰώνα.
Ἀπό τίς πολύτιμές του σημειώσεις γιά τά βυζαντινά μνημεῖα τῆς Θεσσαλονίκης ὁ Παπαγεωργίου δημοσιεύει τό 1901, ὡς πρώτη σέ ἀναγγελόμενη σειρά, τήν ἐργασία: «Θεσσαλονίκης βυζαντινός ναός καί ἐπιγράμματα αὐτοῦ. Ὁ ναός τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων».
Πρώτη φορά ἀναγνώσθηκαν τά ἐπιγράμματα τοῦ ναοῦ καί λύθηκε τό πρόβλημα τοῦ κτίστου του καί πρώτη φορά ἐκφράσθηκε, καί πολύ σωστά, ἀμφιβολία γιά τή βυζαντινή προέλευση τῆς σημερινῆς ὀνομασίας τοῦ ναοῦ Δώδεκα Ἀπόστολοι ἤ Ἅγιοι Ἀπόστολοι.
Ἀκολουθοῦν πολλές μικρότερες ἐργασίες, ὅπως π.χ. «Βυζαντιναί ἐπιγραφαί τοῦ Ἁγίου Ὅρους» (τό ὁποῖον ἐπισκέφθηκε τόν Ἰούλιο τοῦ 1900). —«Ἱερείας Θύσας ἐπιγραφή τῆς Θεσσαλονίκης»—«Ἡ Θεσσαλονίκη Κολώνεια ἤδη τῷ Β’ μ.Χ. αἰώνι μεσούντι»—«Θεσσαλονίκης Νομοκάνων τοῦ IZ αἰῶνος» —«Ἡ Θεσσαλονίκη διά τῶν αἰώνων» – «Ἐκ τοῦ τόπου τῶν νεκρῶν Θεσσαλονικέων»— «Μεγάλο καί Μικρό Καράμπουρνου» — «Τό ἔτος τῆς τελευτῆς Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» — «Συμβολή εἰς τήν ἱστορίαν τῶν Σχολείων τῆς Θεσσαλονίκης» κ.ἄ.
Ἐπιτρέψτε μου νά παραθέσω ἀπό μιά ἀπό αὐτές, ἀπό τήν «Θεσσαλονίκη διά μέσου των αἰώνων», ἕνα μικρό ἀπόσπασμα, στό ὁποῖο ὁ πάντα ἀντικειμενικός καί αὐστηρά ἐπιστημονικός Παπαγεωργίου ξεχύνεται σέ ὑποκειμενικό συναισθηματισμό, πού προδίδει τό μεγάλο νοσταλγό τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος τῆς ἀγαπημένης τοῦ πόλης. Ἡ δημοσίευση σ΄ ἕνα ρουμανικό περιοδικό τοῦ Βουκουρεστίου μιᾶς μικρῆς ἱστορίας τῆς Θεσσαλονίκης τοῦ ἄναψε τή φαντασία καί τοῦ ξεσήκωσε τά νεῦρα, αὐτόν, πού ἑτοίμαζε καί ὀνειρευόταν μεγάλη ἱστορία τῆς πόλης του.
Καί ἡ διήγηση αὐτή, λέγει:
«….βία μέ συνήρπασε καί ἀνήγαγε πρός τάς προσφιλεῖς μοι τῆς πόλεως ἀκρολοφίας. Ἐκεῖ, ἐκεῖ, μακράν τῶν στενωπῶν τῆς παλαιᾶς Θεσσαλονίκης ὁδῶν, συνεθίζω, ἵνα ἐλεύθερον ἐκκινῶ τόν πόδα μου καί διαπλανῶ τό ὄμμα… Ἐκεῖ, ἐκεῖ ἀναπτεροῦμαι τήν ψυχήν…καί εὐφραίνω μου τόν νοῦν καί μετεωρίζω τήν διάνοιάν μου πρός αἰώνας πάνυ καί πάνυ ἡμῶν ἀφεστώτας…».
Ἔτσι μιλᾶ ἕνας ἱστορικός καί ἀρχαιολόγος, πού εἶναι ἐρωτευμένος μέ τήν ἐπιστήμη του. Ἔτσι μιλᾶ ἕνας σκλαβωμένος Ἕλληνας, πού νοσταλγεῖ τό ἐλεύθερο καί ἔνδοξο παρελθόν τῆς πατρίδας του.
Τήν 30η Αὐγούστου τοῦ 1906 εἶχε ἀρχίσει ἡ κατεδάφιση τοῦ νοτίου πύργου τῆς Πόρτας τῆς Καλαμαριᾶς κοντά στό Σιντριβάνι, τοῦ μόνου πού εἶχε ἀπομείνει ἀπό τήν Πόρτα αὐτή καί ἀπό ὅλο το ἀνατολικό τεῖχος τῆς πόλης. Στά θεμέλια του πύργου βρέθηκαν κτισμένες πλῆθος μαρμάρινες στῆλες μέ τό γραμμένο μέρος πρός τά μέσα. Τό οἰκοδομικό αὐτό ὑλικό προήρχετο, ὅπως φάνηκε ἔπειτα, ἀπό τό πανάρχαιο νεκροταφεῖο ἔξω ἀπό τό ἀνατολικό τεῖχος.
Τοῦ Παπαγεωργίου ἡ χαρά δέν περιγράφεται. Ὅλη τήν ἡμέρα βρισκόταν ἐκεῖ μέ συνεργεῖο μαθητῶν παρακολουθώντας τήν κατεδάφιση καί δέν χόρταινε νά διαβάζη ἐπιγραφές. Στήν ἐφημερίδα «Ἀλήθεια» δημοσίευε ἄμεσως ὅσες ἐπιγραφές διάβαζε καί στό Μικρασιατικό Ἡμερολόγιο τῆς Ἑλένης Σβορώνου δημοσίευσε τό 1907 τή μεγαλύτερη ἐργασία του: «Θεσσαλονίκης κατεσφραγισμένον βιβλίον ἀνοιχθέν».
Ἀκοῦστε τή χαρά τοῦ Παπαγεωργίου:
«30 Αὐγούστου 1906 σωτηρίου ἔτους ἤρξατο ὁ χρόνος ἀνοίγων τό βιβλίον, τό σφραγίσι κατεσφραγισμένον ἑπτά. Καί ὕφ΄ ἡδονῆς τινός οὐρανίας ἐγώ περικατειλημμένος ἀνεγίνωσκον ἐπί μῆνα ὅλον λαμπρᾶς τῆς παλαιφάτου ἱστορίας τῆς λαμπροτάτης μου πατρίδος σελίδας..»
41 ἑλληνικές καί μία λατινική ἤσαν τό ὅλον οἱ μεγάλες μαρμάρινες στῆλες, πού βγῆκαν ἀπό τήν κατεδάφιση αὐτοῦ του πύργου.
Ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1907 ὡς τό Φεβρουάριο τοῦ 1908 οἱ Τοῦρκοι ἐπισκεύαζαν τό Κασσιμιέ Τζαμί τους, τή βασιλική δηλαδή τοῦ Ἅγιου Δημητρίου.
Ὁ Παπαγεωργίου χάρις στή φιλία του μέ τό γιό τοῦ Βαλῆ τῆς Θεσσαλονίκης ὁ χριστιανός αὐτός ἦταν στήν Ἐπιτροπή, πού διηύθυνε τίς ἐργασίες.
Μέ πόση λαχτάρα παρακολουθοῦσε τά ἔργα, πού ἀποκάλυπταν πρώτη φορά σέ χριστιανικά μάτια, μωσαϊκά καί ἐπιγραφές τοῦ περίφημου μνημείου, χρόνια σκεπασμένες. Ἀκοῦστε πάλι τή φωνή τοῦ Παπαγεωργίου:
«… Πλεῖστα ἄρα καί πλουσιότατα καί πολυτιμότατα εἶναι τά νεοφανῆ ἀρχαῖα εὐρήματα ἐν τῷ περικαλλεῖ τοῦ πολιούχου τῆς ἐμῆς πατρίδος ναῶ. Εὐρήματα ταῦτα, ἅτινα ἐπί ἑπτά ὅλους μήνας, ἀπό τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1907 μέχρι τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1908 σχεδόν καθ’ ἑκάστην τήν ἡμέραν ὅλην ἰσχυρᾶς ἐγώ ψυχικῆς συγκινήσεως ἐμπεφορημένος καί ὑπό μεγάλης κατειλημμένος κοπώσεως διετέλων βλέπων καί ἐξετάζων, περισκοπῶν καί ἐξερευνῶν, ἀναγράφων καί φωτογραφῶν…».
Ἀπό τήν ἀνέλπιστη αὐτή πηγή ὁ Παπαγεωργίου δημοσίευσε σημαντικώτατη ἐργασία:
«Μνημεῖα τῆς ἐν Θεσσαλονίκη λατρείας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» καί ἄλλες μικρότερες ἀνακοινώσεις, ὅπως τα:
«Θεσσαλονίκης ἱστορικά. Ἐκ τῶν πρώτων χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τάφος τοῦ Λουκᾶ Σπαντουνῆ».
Στό μεταξύ δέν παύει νά δημοσιεύη ποικίλες ἄλλες ἐργασίες φιλολογικοῦ περιεχομένου. Εἶναι καταπληκτική ἡ παραγωγή τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Πρό παντός ὅμως δέν ἀφήνει τίποτε πού ἀφορᾶ στήν ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης. Μερικά μάρμαρα ἔξω ἀπό τό δυτικό τεῖχος, λείψανα τοῦ ἑλληνιστικοῦ θεάτρου τῆς πόλης, τοῦ δίδουν ὑλικό γιά τήν ἐργασία: «Ἐργατῶν σήματα καί ὀνόματα ἐπί μαρμάρων τοῦ Θεάτρου τῆς Θεσσαλονίκης».
Μέ τό γενικό δέ τίτλο «Θεσσαλονίκης ἱστορικά» ἡ «Θεσσαλονίκης ἀρχαιολογικά», δημοσιεύει πλεῖστες ὅσες ἐργασίες σέ ἐφημερίδες καί περιοδικά. Μιά τέτοια ἐργασία του στό «Μακεδονικό Ἡμερολόγιο» τοῦ 1912 εἶναι ἡ μόνη μας πηγή γιά τίς ζημίες τῶν μνημείων ἀπό τήν πυρκαϊά τοῦ 1890. Νά ὁ τίτλος της:
«Θεσσαλονίκης ἱστορικά καί ἀρχαιολογικά. Οἱ ἐν ἔτει 1890 καί μηνός Αὔγουστου τή 22α κατακαυθέντες μικροί ναοί τῆς πόλεως. Α’ Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Β’ ὁ Παναγίας Ἐλεούσης. Γ’ ὁ Παναγίας τῆς Περσιωτίσσης. Δ’ ὁ της Ἁγίας Μαρίνης. Ε’ παθήματα μαθήματα».
Καί πάλιν:
«Θεσσαλονίκης ἱστορικά καί ἀρχαιολογικά. Α’ ἐπιγραφή Κωνστ. Μεσοποταμίτου, μητροπολίτου Θεσσαλονίκης. Β’ τά καυθέντα κειμήλια τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ. Γ’ τά κατά τόν Μεσοποταμίτην. Δ’ ἐκ τῆς ἱστορίας τῶν βυζαντινῶν οἴκων τῆς Θεσσαλονίκης. Οἱ Ἀργυρόπουλοι.»
.
Αὐτός ὑπῆρξεν ὁ πολυγραφώτατος σοφός Πέτρος Παπαγεωργίου, κλασσικός φιλόλογος καί βυζαντινολόγος, συγκεντρώνων στό πρόσωπο Νεοέλληνα τά δυό ἀδιάσπαστα τμήματα τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, τό ἀρχαῖο καί τό μεσαιωνικό.
Πρό παντός ὅμως ὁ Παπαγεωργίου ὑπῆρξεν Ἕλλην πατριώτης, ἀγαπῶν μάλιστα παραφόρως τήν ἰδιαίτερή του πατρίδα, τή γενέτειρά του Θεσσαλονίκη. Σέ χρόνια δυσμενῆ γιά πνευματική ἐργασία, ὅταν οἱ θηριωδίες τῶν Βουλγάρων Κομμιτατζήδων καί οἱ συγκινήσεις τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα ἐτάραζαν τά πνεύματα, ὁ Παπαγεωργίου βρίσκει τή δύναμη νά γεμίζη τίς ἐφημερίδες καί τά περιοδικά, δικά μας καί ξένα, μέ δημοσιεύματα γιά τήν ἱστορία καί τήν ἀρχαιολογία τῆς πατρίδας του, τήν ἑλληνικότητα τῆς ὁποίας μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐπιστημονικῶς ἀποδεικνύει.
Αὐτός εἶναι ὁ μακεδονικός ἀγώνας τοῦ Παπαγεωργίου. Οἱ βιογράφοι τοῦ λέγουν ὅτι λόγω τῶν σχέσεών του μέ τούς Τούρκους ἔμπαινε ἐλεύθερα καί χωρίς νά γεννᾶ ὑποψίες στό Ἑλληνικό Προξενεῖο, ὅπου ὑπέβαλλε καί μυστικές ἀναφορές γιά τόν ἀγώνα πρός τήν Κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν.
Αὐτό ὅμως τό ἔκαμαν καί ἄλλοι. Τόν ἐπαναστατικό ὅμως ἀγώνα γιά τήν ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας, πού τήν ἀμφισβητοῦσαν οἱ Βούλγαροι, μόνο ὁ Παπαγεωργίου τόν ἔκαμε τόσο ἐπιτυχῶς. Σέ χρόνια, στά ὁποῖα ἡ ἀρχαιολογική ἐπιστήμη βρισκόταν ἀκόμα στά σπάργανά της στήν Ἑλλάδα, ὁ Παπαγεωργίου εἶναι διακεκριμένος ἐπιγραφικός καί ἀρχαιολόγος.
Σέ χρόνια δουλείας, στά ὁποῖα ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα ἦταν δύσκολη, ἄν ὄχι ἀδύνατη, ὁ Παπαγεωργίου εἶναι ἀκούραστος ἐρευνητής. Ἐξετάζει τουρκικά τζαμιά, ἄλλοτε βυζαντινούς ναούς, περιεργάζεται τά ἀποκαλυπτόμενα σέ τουρκικές κατεδαφίσεις, παρακολουθεῖ τουρκικές ἐργασίες ἐπισκευῶν.
Σέ χρόνια, χωρίς ἐπιστημονική βιβλιογραφία, ὁ Παπαγεωργίου εἶναι κριτικώτατος, ἰδίως σέ ζητήματα ἀρχαιολογίας τοῦ τόπου του.
Οἱ σύγχρονοί του τόν τίμησαν, ὅσον κανένα. Ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση τοῦ ἀπένειμε τόν Χρυσοῦν Σταυρόν τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ’ τόν ὀνόμασε Μέγαν Ἄρχοντα Διδάσκαλον τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπιτροπεία τοῦ Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης τόν ἐξέλεξε Διευθυντήν αὐτῆς.
Διορίσθηκε στό Πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν ἀριστίνδην Καθηγητής τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ὁ Παπαγεωργίου ὅμως ἐμποδίστηκε νά ὁρκισθῆ ἐντός των προθεσμιῶν καί νά ἀναλάβη τή θέση.
Ἡ ἐν Τεργέστη Ἑλληνική Κοινότης τοῦ ἔδωσε τό Οἰκονόμειον Βραβεῖον.
Ἡ Βασιλική Ἀκαδημία τοῦ Μονάχου του ἀπένειμε χρηματικό βραβεῖο τοῦ κληροδοτήματος Θερειανοῦ, τό ὁποῖον ὅμως ἀνακλήθηκε, ὅταν ἀναγγέλθηκε ὁ θάνατος τοῦ Παπαγεωργίου, πού ἐπῆλθε στάς Ἀθήνας ἡμέρα Σάββατο τήν 18η Ἰανουαρίου τοῦ 1914.
Κατόπιν τοιούτου ἔργου καί τοιούτων τιμῶν, τό σημερινό φιλολογικό μνημόσυνο «ἐπί τῇ συμπληρώσει πεντηκονταετίας ἀπό τοῦ θανάτου του» ἀποτελεῖ ἐλάχιστο φόρον τιμῆς στή μνήμη τοῦ Παπαγεωργίου, ἀλλά καί ἐπιτακτικό καθῆκον γιά μᾶς.
Ἐπιτρέψτε μου τώρα νά προσθέσω μερικές ὄχι πολύ γνωστές πληροφορίες γιά τόν Παπαγεωργίου καί τήν οἰκογένειά του:
Ὁ Πέτρος Παπαγεωργίου γεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη τό 1859 μέσα στό πατρικό του σπίτι, πού βρισκόταν στή σημερινή ὁδό Φιλίππου, ἀπέναντι ἀπό τό Τμῆμα Μεταγωγῶν καί στή γωνία τῆς διασταύρωσης τῶν ὁδῶν Φιλίππου καί Χριστοπούλου, τό διώροφο αὐτό μέσα σέ κῆπο σπίτι, ἄλλοτε μέ ἁμαξοστάσια καί ἰδιαίτερο οἴκημα ὑπηρετῶν, πουλήθηκε ἀπό τούς γονεῖς τοῦ Παπαγεωργίου στόν πλούσιο γιατρό Χρήστοβιτς, τοῦ ὁποίου οἱ κληρονόμοι τό πούλησαν ἔπειτα στό νεώτερο ἰδιοκτήτη τοῦ Σιδηρόπουλο. Σήμερα κτίσθηκε πολυκατοικία στή θέση του.
Ὁ πατέρας τοῦ Πέτρου, Νικόλαος Παπαγεωργίου, μεγαλέμπορος, κατήγετο ἀπό τό Κρούσοβο, ἡ δέ μητέρα τοῦ Δομνίκη ἀπό τό Μοναστήρι. (Μπίτολα;)
Οἱ ἀδελφοί του Πέτρου ἦταν
α) ὁ Ἀλέξανδρος Παπαγεωργίου, Διευθυντής τῶν Σιδηροδρόμων,
β) ὁ Εὐμένης Παπαγεωργίου, δικηγόρος καί ἀρχισυντάκτης τοῦ «Ἀστέρος», πού κακοποιήθηκε ἀπό τούς Νεοτούρκους γιά τά ἄρθρα του καί πέθανε θάνατο λησμονημένου ἐθνομάρτυρα στόν Εὐαγγελισμό τῶν Ἀθηνῶν,
καί οἱ ἀδελφές του
α) ἡ Ἐλισσάβετ Παπαγεωργίου Ζουμετίκου καί
β) ἡ Ἑλένη Παπαγεωργίου Μάρκ.
Τῶν ἀρρένων ἀδελφῶν του Πέτρου ζοῦν σήμερα στή πόλη μᾶς ἀπόγονοι.
Θεῖος τοῦ Πέτρου καί ἀδελφός τοῦ πατρός του Νικολάου ὑπῆρξε ὁ Τάσκος Παπαγεωργίου, πατήρ τοῦ νομομαθοῦς παλαιοῦ Μακεδονομάχου καί Προέδρου τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας, Φιλώτα Παπαγεωργίου, πού πέθανε στήν Κατοχή.
Καί τοῦ Τάσκου Παπαγεωργίου ζοῦν σήμερα στή πόλη μᾶς γυναῖκες ἀπόγονοι.
Τί ἀπέγινε ὅμως ἡ πλούσια βιβλιοθήκη τοῦ Παπαγεωργίου καί τά χειρόγραφά του, μεταξύ των ὁποίων ὑπῆρχαν ἀντίγραφα ἀπό 6.000 ἐπιγραφές, τίς ὁποῖες ἑτοίμαζε γιά ἕνα Corpus Inscriptionum Thessalonicae, σημειώσεις γιά ὅλα τα βυζαντινά μνημεῖα τῆς Θεσσαλονίκης καί ὑλικό γιά τή συγγραφή μιᾶς ἐκτενοῦς ἱστορίας τῆς Θεσσαλονίκης, τήν ὁποία σχεδίαζε; Ὑλικά δηλαδή γιά 20 χρόνια δουλειά;
Ὅταν ὁ Πέτρος Παπαγεωργίου ἐπέστρεψε ἀπό τή Μυτιλήνη τό 1899, εἶχε πουληθῆ τό πατρικό του σπίτι τῆς ὁδοῦ Φιλίππου καί ὁ Παπαγεωργίου ἔμεινε μέ ἐνοίκιο στήν οἰκία Λιόντα, ἀπέναντι ἀπό τήν εἴσοδο τῆς Ἀχειροποιήτου, ἐκεῖ, ὅπου σήμερα εἶναι πλατεία.
Τό 1910 ἔλυσε τή μίσθωση καί μετέφερε ὅλα τα ὑπάρχοντά του στάς Ἀθήνας, ὅπου ἐγκαταστάθηκε ὁριστικῶς.
Ὅταν τό 1914 ὁ Παπαγεωργίου πέθανε στάς Ἀθήνας, ἡ βιβλιοθήκη του μεταφέρθηκε στή Θεσσαλονίκη γιά νά μοιρασθῆ στούς κληρονόμους του καί παραδόθηκε γιά ἀσφάλεια στό Γηροκομεῖο, ἀφοῦ οἰκία Πέτρου Παπαγεωργίου δέν ὑπῆρχε πλέον στή Θεσσαλονίκη.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1917 ἡ βιβλιοθήκη δέν εἶχε ἀκόμα διανεμηθῆ καί ἡ μεγάλη πυρκαϊά τοῦ 1917 ἔκαψε καί τό Γηροκομεῖο καί τή βιβλιοθήκη.
Μιά συλλογή ἀρχαίων νομισμάτων τοῦ Πέτρου Παπαγεωργίου, πού εἶχε περιέλθει στά χέρια τοῦ Διευθυντοῦ τῆς Τραπέζης τῆς Ἀνατολῆς, τοῦ Χαριλάου Γρηγορίου Ζουμετίκου, γιοῦ τῆς ἀδελφῆς του Πέτρου Ἔλισσαβετ, πρίν νά διανεμηθῆ καί αὐτή στούς κληρονόμους κλάπηκε ἀπό ἄγνωστους διαρρῆκτες, πού διέρρηξαν τήν οἰκία Ζουμετίκου, ἡ ὁποία βρισκόταν κοντά στήν παλιά ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου στή σημερινή πλατεία Δικαστηρίων καί ἡ ὁποία κάηκε στήν πυρκαϊά τοῦ 1917.
Αὐτά εἶναι ὅσα ξέρομε ἀπό συγγενεῖς του Παπαγεωργίου, πού ζοῦν σήμερα.
Στό τέλος φύλαξα τή γνώμη γιά τόν Παπαγεωργίου ἑνός συγχρόνου του, τοῦ καθηγητοῦ I. Τσικοπούλου, ὁ ὁποῖος γράφει στήν «Ἀλήθεια» τῆς 18 Σεπτεμβρίου 1904 γιά τόν Παπαγεωργίου τά ἑξῆς:
Ἄν ὁ ἀοίδιμος Στέφανος Κουμανούδης ἐπεθύμει νά ἐπικαλῆται Φιλαθήναιος, ὁ κ. Πέτρος Παπαγεωργίου δικαιοῦται νά προσαγορευθῆ Φιλοθεσσαλονικεύς, διότι εἶναι μέν φιλόλογος, φιλίστωρ καί φιλάρχαιος, ἰδιάζουσαν δέ στοργήν διατρέφει πρός τήν ἀναδίφησιν τῶν περί τήν πάτριον ἠμῶν χώραν καί μάλιστα τῶν κατά τήν γενέθλιον αὐτοῦ πόλιν. Ἐκ τοιαύτης ἀπόψεως ὁ κ. Πέτρος Παπαγεωργίου εἶναι μονάκριβον τέκνον τῆς Θεσσαλονίκης».Μονάκριβο πράγματι τέκνο τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ μοναδικός φιλόλογος τῆς πόλης μετά τόν Εὐστάθιο, ὁ πρῶτος ἐπιστήμονας ἀρχαιολόγος της, ὁ μακεδονομάχος της στό ἐπιστημονικό πεδίο, ὑπῆρξε ὁ Πέτρος Παπαγεωργίου καί τή μνήμη τοῦ τέκνου τούτου τῆς Θεσσαλονίκης θελήσαμε νά τιμήσωμε σήμερα, πενήντα χρόνια συμπληρούμενα ἀπό τό θάνατό του.
«Ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πάσα γῆ τάφος», ἀλλά τή πατρίδι ἡ ἰδιαιτέρα τιμή.
Ἡ οἰκονομική εὐχέρεια τῶν γονέων του τοῦ ἐπέτρεψε νά σπουδάση τήν ἀγαπημένη τοῦ Φιλολογία πρῶτα στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, στήν Ἀθήνα, καί ὕστερα στό Ἐξωτερικό, στή Γερμανία (Ἰένα, Λειψία, Βερολίνο), ὅπου διέπρεψε ὡς κλασσικός φιλόλογος.
Ὁ Παπαγεωργίου ἀναδείχθηκε ὅμως ὡς ἀρχαιολόγος καί βυζαντινολόγος στήν τουρκοκρατούμενη πατρίδα του, τή Μακεδονία.
Ὅταν τό 1883, ὕστερα ἀπό πέντε χρόνια σπουδές στή Γερμανία κι ἕνα ἐπιστημονικό ταξίδι στό Ἀρχαιολογικό Ἰνστιτοῦτο τῆς Ἰταλίας, ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, διορίσθηκε τό 1884 καθηγητής τῶν Ἑλληνικῶν στά Ζαρίφεια Διδασκαλεῖα τῆς Φιλιππουπόλεως.
Στήν ἑλληνικώτατη τότε αὐτή πόλη ἔμεινε ὁ Παπαγεωργίου τέσσαρα χρόνια, μέχρι τοῦ 1888, καί δημοσίευσε 13 περίπου φιλολογικές ἐργασίες σέ ἐφημερίδες καί περιοδικά τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Σμύρνης καί τοῦ Βερολίνου
(Ἡμερολόγιο τῆς Ἀνατολῆς, Νέα Ἡμέρα, Νεολόγος καί Berliner Philologische Wochenschrift), ἕκτος ἀπό τά ἀρχαῖα Σχόλια τοῦ Σοφοκλέους στή σειρά τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου τῆς Λειψίας Teubner.
Ἀλλά ὁ ἱστοριοδίφης καί βυζαντινολόγος Παπαγεωργίου ἀναφαίνεται ἀπό τώρα.
Μέ πρόθυμη σύσταση τοῦ μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Ἰωακείμ Εὐθυβούλη ὁ Παπαγεωργίου ἐπισκέπτεται τό Μάιο τοῦ 1887 τά ἑλληνικά μοναστήρια τῆς Ροδόπης, ψάχνοντας γιά κώδικες, χειρόγραφα καί κειμήλια.
Ἀπό τίς ἔρευνές του αὐτές δημοσίευσε τό 1887 στό Ἡμερολόγιο τῆς Ἀνατολῆς καί τό 1889 στή Berliner Philologische Wochenschrift τήν «Παλαιογραφικήν ἐκδρομήν εἰς τήν Μονήν Μπατσκόβου», τήν Μονήν δηλαδή τῆς Θεοτόκου Πετριτζιωτίσσης, ἡ ὅποια εἶχε ἱδρυθεῖ στό 12ο αἰώνα ἀπό τό Γρηγόριο Πακουριανό, τό μέγα δομέστικο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Κομνηνοῦ.
(σήμ. Yauna δεῖτε “ΤΡΕΙΣ ΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΥΠΙΚΑ ΤΟΥΣ”. )
Ἀπ΄ αὐτή τή Μονή ὁ μέν Παπαγεωργίου περιέγραψε τούς κώδικες καί τά χειρόγραφα, ὁ δέ Διευθυντής τῶν Ζαριφείων, πού τόν συνώδευε, Γ. Κωνσταντινίδης, περιέγραψε τίς εἰκόνες καί τά κειμήλια καί ἀντέγραψε τίς ἐπιγραφές.
Ὕστερα ἀπό τρία χρόνια, τό 1890, τό ἑλληνικό αὐτό μοναστήρι καταλήφθηκε ἀπό τούς Βουλγάρους καί δέν ἦταν πιά δυνατό οἱ Ἕλληνες νά τό ἐπισκεφθοῦν καί νά μελετήσουν τά κειμήλιά του. Ἔτσι χάρις στόν Παπαγεωργίου ξέρομε σήμερα τί ἀρχαία εἶχε τό χαμένο πιά αὐτό ἑλληνικό μοναστήρι.
Τό σχολικό ἔτος 1888-1889 τό πέρασε ὁ Παπαγεωργίου στή γενέτειρά του, τή Θεσσαλονίκη. Δέν πῆγε κατ’ εὐθείαν Γυμνασιάρχης στίς Σέρρες, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοήσωμε ὁ Σταμάτιος Ψάλτης, ὁ ὁποῖος ἐξεφώνησε στήν αἴθουσα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τόν ἐπιμνημόσυνο Λόγο γιά τήν πρώτη ἐπέτειο ἀπό τοῦ θανάτου τοῦ Παπαγεωργίου, στίς 18 Ἰανουαρίου 1915.
Στό δημοσίευμά του: «Ἡ νέα ἐκκλησία Γεωργίου τοῦ Πραγαμᾶ», στό Φάρο τῆς Μακεδονίας της 10 Δεκεμβρίου 1888, ὁ Παπαγεωργίου διηγεῖται, πώς ἀπό τίς 4-7 Δεκεμβρίου κατέβαινε ἐπανειλημμένα στόν ὑπόγειο χῶρο ἑνός βυζαντινοῦ ναΐσκου, τόν ὅποιον ἀνακάλυψε τυχαία ἡ σκαπάνη ἑνός ἐργάτη στήν αὐλή ἑβραϊκοῦ σπιτιοῦ καί στή συνοικία Μπαλαάτ, πίσω ἀπό τό Διοικητήριο.
Ἐν πλήρει, λοιπόν, σχολικῷ ἔτει 1888-1889 ὁ Παπαγεωργίου βρίσκεται στή Θεσσαλονίκη καί περιγράφει τίς λίγες τοιχογραφίες καί διαβάζει τίς μισοσβυσμένες ἐπιγραφές τοῦ ὑπόγειου αὐτοῦ βυζαντινοῦ ναΐσκου.
Στίς Σέρρες πῆγε, φαίνεται, ὁ Παπαγεωργίου ὡς Γυμνασιάρχης τό Σεπτέμβριο τοῦ 1889. Ἐκεῖ δέν σταμάτησε τή συγγραφική του δραστηριότητα καί κατά τά πέντε χρόνια της παραμονῆς του στήν πόλη αὐτή δημοσίευσε εἴκοσι περίπου ἐργασίες.
Στίς θερινές διακοπές ἐπέστρεφε στή Θεσσαλονίκη, γι’ αὐτό ἔχομε ἐργασίες του ἀπό τήν περίοδο αὐτή, πού προϋποθέτουν ἤ καί μαρτυροῦν τήν παρουσία του στή Θεσσαλονίκη, ὅπως ἡ περιγραφή τῆς πυρκαϊᾶς τῆς 23 Αὔγουστου τοῦ 1890 καί τῶν ζημιῶν πού προκάλεσε αὐτή, δημοσιευμένη στό Νεολόγο τῆς Κων/πόλεως τῆς 28 Σεπτεμβρίου 1891 καί ἔπειτα ἀλλαχοῦ, ὅπως ἡ ἐργασία του:
«Συμπληρωματικό, εἰς τάς ἐπιγραφάς τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς ἐν Θεσσαλονίκη», τήν ὁποίαν ὑπογράφει:
«Ἐν Θεσσαλονίκῃ τῇ 16ῃ Ὀκτωβρίου 1893», καί τήν ὁποία δημοσίευσε στήν Εἰκονογραφημένη Ἑστία τῆς 14 Νοεμβρίου 1893, ὅπως ἡ ἀνακάλυψη ἑνός «Βυζαντινοῦ ὑπογείου Προσκυνηταρίου» παρά τήν Ἁγίαν Σοφίαν, ὅπως ἡ «Ἀρχαία εἰκών τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἐπί ἐλεφαντοστέου» κ.α.
Ἡ πιό σημαντική ὅμως ἀπό τίς ἐργασίες, πού ἔκαμε ὁ Παπαγεωργίου κατά τήν περίοδο αὐτή, εἶναι ἡ ἀρχαιολογική μελέτη του γιά τήν πόλη τῶν Σερρῶν, πού δημοσιεύτηκε στόν 3ον τόμο (1894) τοῦ γερμανικοῦ βυζαντινοῦ περιοδικοῦ Byzantinische Zeitschrift, πού τότε εἶχε ἀρχίσει νά ἐκδίδη στό Μόναχο ὁ Κρουμπάχερ.
Νά ὁ τίτλος τῆς μελέτης:
«Αἵ Σέρραι καί τά προάστεια τά περί τάς Σέρρας καί ἡ Μονή Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου».
Ἡ μεγάλη αὐτή μελέτη, ἡ ὁποία χωρίζεται σέ τέσσερα μέρη (Α. ἡ ἀκρόπολις καί ἡ πόλις. Β. τά προάστεια τῶν Σερρῶν. Γ. Ἅγιος Γεώργιος Κρυονερίτης καί τοπωνύμια περί τάς Σέρρας. Δ. ἡ Μονή Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου), δίνει τό «παρών» τῶν Ἑλλήνων στή νέα ἐπιστήμη τῆς Βυζαντινολογίας, πού ἵδρυσε τότε στήν Εὐρώπη ὁ Κρουμπάχερ γιά τή μελέτη τοῦ ὡς τότε παρεξηγημένου ἀπό τό Γαλλικό Διαφωτισμό Βυζαντίου, καί εἶναι γιά μᾶς σήμερα πολύτιμη.
Κατά τό Βαλκανικό πόλεμο τοῦ 1912, ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Σέρρες κάηκαν ἀπό τούς Βουλγάρους καί τίποτα σχεδόν δέν ἔμεινε ἀπό τήν παλιά πόλη καί ἀπό τά μνημεῖα της. Μόνη πηγή μας γι’ αὐτά εἶναι σήμερα γιά μᾶς ὁ Παπαγεωργίου.
Ἀπό τίς Σέρρες ὁ Παπαγεωργίου βρέθηκε τό 1894 Γυμνασιάρχης στή Μυτιλήνη, ὅπου παρέμεινε μέχρι τοῦ 1899. (Γιά τό ἔργο τοῦ ἐκεῖ, εἴτε τό ἐκπαιδευτικό στήν ὀργάνωση τῶν Σχολείων, εἴτε τό ἐπιστημονικό στή συλλογή τῶν ἐπιγραφῶν τῆς Μυτιλήνης, θά ἀκούσετε τόν κ. Δ. Μαντζουράνη, Μυτιληναῖον καί αὐτόν).
Ἀπό τίς 28 Νοεμβρίου 1899 τουλάχιστον (ὑπογράφει μέ αὐτή τή χρονολογία μιά ἐργασία του) ὁ Παπαγεωργίου βρίσκεται πάλι στή γενέτειρά του, τή Θεσσαλονίκη, ὅπου θά παραμείνη ἰδιωτεύων καί ἀσχολούμενος μέ τίς ἐπιστημονικές του ἀσχολίες μέχρι τοῦ 1910, ὁπότε θά μεταναστεύση ὁριστικά στήν Ἀθήνα καί θά πεθάνη ἐκεῖ τόν Ἰανουάριο τοῦ 1914.
Ἡ περίοδος αὐτή τῆς ζωῆς τοῦ Παπαγεωργίου εἶναι ἡ γόνιμη περίοδος τοῦ ὥριμου ἐπιστήμονα, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν οἰκονομική εὐχέρεια νά ἐπιδοθῆ ἀπερίσπαστος στίς ἀγαπημένες τοῦ μελέτες, καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι ἴσως ἡ εὐτυχέστερη περίοδος τῆς ζωῆς του.
Αὐτή ἡ περίοδος ἀνέδειξε τόν Παπαγεωργίου βυζαντινολόγο καί σ’ αὐτή τήν περίοδο προσέφερε ὁ Παπαγεωργίου τίς μεγαλύτερες ὑπηρεσίες του στήν ἱστορία τοῦ τόπου πού τόν γέννησε.
Ἀπό τίς 204 ἐργασίες τοῦ Παπαγεωργίου στόν Κατάλογο τοῦ Ψάλτη οἱ 135 περίπου ἀνήκουν στήν περίοδο αὐτή, ὅπως καί οἱ 10 ἀπό τό συμπληρωματικό Κατάλογο τοῦ κ. Α. Λέτσα.
Μεταξύ πλήθους ἐργασιῶν κλασσικῆς φιλολογίας δημοσιεύει ὁ Παπαγεωργίου τώρα τή μελέτη του:
«Περί χειρογράφου Εὐαγγελίου Θεσσαλονίκης», ἀπό τήν ὁποία μάθαμε ὅ,τι γνωρίζομε σήμερα γιά τήν ἐκκλησία τῆς Νέας Παναγίας στό Ἰπποδρόμι, τή Μονή δηλαδή τοῦ Ἱλαρίωνος Μαστούνη.
Δημοσιεύει τήν «Ἐκδρομήν εἰς τήν μονήν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, τῆς ἐν τῇ Χαλκιδικῇ», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί αὐτή τήν κυριώτερη πηγή μας γιά τήν ἱστορία αὐτῆς τῆς μονῆς καί τῶν ἐγγράφων της. Ἡ μελέτη του: «Ἡ ἐν Θεσσαλονίκη μονή τῶν Βλατταίων καί τά μετόχια αὐτῆς» ἔφερε στή δημοσιότητα ἔγγραφα τῆς μονῆς μή ὑπάρχοντα σήμερα καί συγκέντρωσε ὅ,τι ἦταν δυνατόν νά γνωσθῆ γιά τό μοναστήρι αὐτό στήν ἐποχή τοῦ Παπαγεωργίου. Ἄν σήμερα ξεύρωμε κάτι περισσότερο, αὐτό τό ὀφείλομε μόνο σέ καινούργιες πηγές, πού δημοσιεύθηκαν ἀπό τότε.
Ὁ Παπαγεωργίου δέν ἀγαποῦσε τούς λόγους, τό ὁμολόγησε αὐτό ἄλλοτε ἀναγκασθεῖς νά βγάλη λόγο στή Μυτιλήνη, ἐν τούτοις ὅμως στίς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1900 ἐξεφώνησε «Λόγον ἐπί τοῖς ἐγκαινίοις τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τοῦ ἐν τῷ Νεκροταφείῷ τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Θεσσαλονίκης», εἰς τόν ὅποιον μιλᾶ καί γιά τά πρός Ἀνατολᾶς καί Δυσμᾶς τῆς πόλεως πανάρχαια ρωμαϊκό-χριστιανικά νεκροταφεῖα καί ἀναφέρει ἕνα ἐπίγραμμα τοῦ ἀνατολικοῦ καί ἕνα του δυτικοῦ των πρώτων χριστιανικῶν χρόνων. Ἔτσι πρώτη φορά ὁ Παπαγεωργίου σημείωσε τούς ἀρχαιολογικούς αὐτούς χώρους τῆς πόλεως, τούς ὁποίους ἀναφέρει μόνο ὁ Καμενιάτης τόν 10ον αἰώνα.
Ἀπό τίς πολύτιμές του σημειώσεις γιά τά βυζαντινά μνημεῖα τῆς Θεσσαλονίκης ὁ Παπαγεωργίου δημοσιεύει τό 1901, ὡς πρώτη σέ ἀναγγελόμενη σειρά, τήν ἐργασία: «Θεσσαλονίκης βυζαντινός ναός καί ἐπιγράμματα αὐτοῦ. Ὁ ναός τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων».
Πρώτη φορά ἀναγνώσθηκαν τά ἐπιγράμματα τοῦ ναοῦ καί λύθηκε τό πρόβλημα τοῦ κτίστου του καί πρώτη φορά ἐκφράσθηκε, καί πολύ σωστά, ἀμφιβολία γιά τή βυζαντινή προέλευση τῆς σημερινῆς ὀνομασίας τοῦ ναοῦ Δώδεκα Ἀπόστολοι ἤ Ἅγιοι Ἀπόστολοι.
Ἀκολουθοῦν πολλές μικρότερες ἐργασίες, ὅπως π.χ. «Βυζαντιναί ἐπιγραφαί τοῦ Ἁγίου Ὅρους» (τό ὁποῖον ἐπισκέφθηκε τόν Ἰούλιο τοῦ 1900). —«Ἱερείας Θύσας ἐπιγραφή τῆς Θεσσαλονίκης»—«Ἡ Θεσσαλονίκη Κολώνεια ἤδη τῷ Β’ μ.Χ. αἰώνι μεσούντι»—«Θεσσαλονίκης Νομοκάνων τοῦ IZ αἰῶνος» —«Ἡ Θεσσαλονίκη διά τῶν αἰώνων» – «Ἐκ τοῦ τόπου τῶν νεκρῶν Θεσσαλονικέων»— «Μεγάλο καί Μικρό Καράμπουρνου» — «Τό ἔτος τῆς τελευτῆς Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» — «Συμβολή εἰς τήν ἱστορίαν τῶν Σχολείων τῆς Θεσσαλονίκης» κ.ἄ.
Ἐπιτρέψτε μου νά παραθέσω ἀπό μιά ἀπό αὐτές, ἀπό τήν «Θεσσαλονίκη διά μέσου των αἰώνων», ἕνα μικρό ἀπόσπασμα, στό ὁποῖο ὁ πάντα ἀντικειμενικός καί αὐστηρά ἐπιστημονικός Παπαγεωργίου ξεχύνεται σέ ὑποκειμενικό συναισθηματισμό, πού προδίδει τό μεγάλο νοσταλγό τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος τῆς ἀγαπημένης τοῦ πόλης. Ἡ δημοσίευση σ΄ ἕνα ρουμανικό περιοδικό τοῦ Βουκουρεστίου μιᾶς μικρῆς ἱστορίας τῆς Θεσσαλονίκης τοῦ ἄναψε τή φαντασία καί τοῦ ξεσήκωσε τά νεῦρα, αὐτόν, πού ἑτοίμαζε καί ὀνειρευόταν μεγάλη ἱστορία τῆς πόλης του.
Καί ἡ διήγηση αὐτή, λέγει:
«….βία μέ συνήρπασε καί ἀνήγαγε πρός τάς προσφιλεῖς μοι τῆς πόλεως ἀκρολοφίας. Ἐκεῖ, ἐκεῖ, μακράν τῶν στενωπῶν τῆς παλαιᾶς Θεσσαλονίκης ὁδῶν, συνεθίζω, ἵνα ἐλεύθερον ἐκκινῶ τόν πόδα μου καί διαπλανῶ τό ὄμμα… Ἐκεῖ, ἐκεῖ ἀναπτεροῦμαι τήν ψυχήν…καί εὐφραίνω μου τόν νοῦν καί μετεωρίζω τήν διάνοιάν μου πρός αἰώνας πάνυ καί πάνυ ἡμῶν ἀφεστώτας…».
Ἔτσι μιλᾶ ἕνας ἱστορικός καί ἀρχαιολόγος, πού εἶναι ἐρωτευμένος μέ τήν ἐπιστήμη του. Ἔτσι μιλᾶ ἕνας σκλαβωμένος Ἕλληνας, πού νοσταλγεῖ τό ἐλεύθερο καί ἔνδοξο παρελθόν τῆς πατρίδας του.
Τήν 30η Αὐγούστου τοῦ 1906 εἶχε ἀρχίσει ἡ κατεδάφιση τοῦ νοτίου πύργου τῆς Πόρτας τῆς Καλαμαριᾶς κοντά στό Σιντριβάνι, τοῦ μόνου πού εἶχε ἀπομείνει ἀπό τήν Πόρτα αὐτή καί ἀπό ὅλο το ἀνατολικό τεῖχος τῆς πόλης. Στά θεμέλια του πύργου βρέθηκαν κτισμένες πλῆθος μαρμάρινες στῆλες μέ τό γραμμένο μέρος πρός τά μέσα. Τό οἰκοδομικό αὐτό ὑλικό προήρχετο, ὅπως φάνηκε ἔπειτα, ἀπό τό πανάρχαιο νεκροταφεῖο ἔξω ἀπό τό ἀνατολικό τεῖχος.
Τοῦ Παπαγεωργίου ἡ χαρά δέν περιγράφεται. Ὅλη τήν ἡμέρα βρισκόταν ἐκεῖ μέ συνεργεῖο μαθητῶν παρακολουθώντας τήν κατεδάφιση καί δέν χόρταινε νά διαβάζη ἐπιγραφές. Στήν ἐφημερίδα «Ἀλήθεια» δημοσίευε ἄμεσως ὅσες ἐπιγραφές διάβαζε καί στό Μικρασιατικό Ἡμερολόγιο τῆς Ἑλένης Σβορώνου δημοσίευσε τό 1907 τή μεγαλύτερη ἐργασία του: «Θεσσαλονίκης κατεσφραγισμένον βιβλίον ἀνοιχθέν».
Ἀκοῦστε τή χαρά τοῦ Παπαγεωργίου:
«30 Αὐγούστου 1906 σωτηρίου ἔτους ἤρξατο ὁ χρόνος ἀνοίγων τό βιβλίον, τό σφραγίσι κατεσφραγισμένον ἑπτά. Καί ὕφ΄ ἡδονῆς τινός οὐρανίας ἐγώ περικατειλημμένος ἀνεγίνωσκον ἐπί μῆνα ὅλον λαμπρᾶς τῆς παλαιφάτου ἱστορίας τῆς λαμπροτάτης μου πατρίδος σελίδας..»
41 ἑλληνικές καί μία λατινική ἤσαν τό ὅλον οἱ μεγάλες μαρμάρινες στῆλες, πού βγῆκαν ἀπό τήν κατεδάφιση αὐτοῦ του πύργου.
Ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1907 ὡς τό Φεβρουάριο τοῦ 1908 οἱ Τοῦρκοι ἐπισκεύαζαν τό Κασσιμιέ Τζαμί τους, τή βασιλική δηλαδή τοῦ Ἅγιου Δημητρίου.
Ὁ Παπαγεωργίου χάρις στή φιλία του μέ τό γιό τοῦ Βαλῆ τῆς Θεσσαλονίκης ὁ χριστιανός αὐτός ἦταν στήν Ἐπιτροπή, πού διηύθυνε τίς ἐργασίες.
Μέ πόση λαχτάρα παρακολουθοῦσε τά ἔργα, πού ἀποκάλυπταν πρώτη φορά σέ χριστιανικά μάτια, μωσαϊκά καί ἐπιγραφές τοῦ περίφημου μνημείου, χρόνια σκεπασμένες. Ἀκοῦστε πάλι τή φωνή τοῦ Παπαγεωργίου:
«… Πλεῖστα ἄρα καί πλουσιότατα καί πολυτιμότατα εἶναι τά νεοφανῆ ἀρχαῖα εὐρήματα ἐν τῷ περικαλλεῖ τοῦ πολιούχου τῆς ἐμῆς πατρίδος ναῶ. Εὐρήματα ταῦτα, ἅτινα ἐπί ἑπτά ὅλους μήνας, ἀπό τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1907 μέχρι τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1908 σχεδόν καθ’ ἑκάστην τήν ἡμέραν ὅλην ἰσχυρᾶς ἐγώ ψυχικῆς συγκινήσεως ἐμπεφορημένος καί ὑπό μεγάλης κατειλημμένος κοπώσεως διετέλων βλέπων καί ἐξετάζων, περισκοπῶν καί ἐξερευνῶν, ἀναγράφων καί φωτογραφῶν…».
Ἀπό τήν ἀνέλπιστη αὐτή πηγή ὁ Παπαγεωργίου δημοσίευσε σημαντικώτατη ἐργασία:
«Μνημεῖα τῆς ἐν Θεσσαλονίκη λατρείας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» καί ἄλλες μικρότερες ἀνακοινώσεις, ὅπως τα:
«Θεσσαλονίκης ἱστορικά. Ἐκ τῶν πρώτων χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τάφος τοῦ Λουκᾶ Σπαντουνῆ».
Στό μεταξύ δέν παύει νά δημοσιεύη ποικίλες ἄλλες ἐργασίες φιλολογικοῦ περιεχομένου. Εἶναι καταπληκτική ἡ παραγωγή τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Πρό παντός ὅμως δέν ἀφήνει τίποτε πού ἀφορᾶ στήν ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης. Μερικά μάρμαρα ἔξω ἀπό τό δυτικό τεῖχος, λείψανα τοῦ ἑλληνιστικοῦ θεάτρου τῆς πόλης, τοῦ δίδουν ὑλικό γιά τήν ἐργασία: «Ἐργατῶν σήματα καί ὀνόματα ἐπί μαρμάρων τοῦ Θεάτρου τῆς Θεσσαλονίκης».
Μέ τό γενικό δέ τίτλο «Θεσσαλονίκης ἱστορικά» ἡ «Θεσσαλονίκης ἀρχαιολογικά», δημοσιεύει πλεῖστες ὅσες ἐργασίες σέ ἐφημερίδες καί περιοδικά. Μιά τέτοια ἐργασία του στό «Μακεδονικό Ἡμερολόγιο» τοῦ 1912 εἶναι ἡ μόνη μας πηγή γιά τίς ζημίες τῶν μνημείων ἀπό τήν πυρκαϊά τοῦ 1890. Νά ὁ τίτλος της:
«Θεσσαλονίκης ἱστορικά καί ἀρχαιολογικά. Οἱ ἐν ἔτει 1890 καί μηνός Αὔγουστου τή 22α κατακαυθέντες μικροί ναοί τῆς πόλεως. Α’ Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Β’ ὁ Παναγίας Ἐλεούσης. Γ’ ὁ Παναγίας τῆς Περσιωτίσσης. Δ’ ὁ της Ἁγίας Μαρίνης. Ε’ παθήματα μαθήματα».
Καί πάλιν:
«Θεσσαλονίκης ἱστορικά καί ἀρχαιολογικά. Α’ ἐπιγραφή Κωνστ. Μεσοποταμίτου, μητροπολίτου Θεσσαλονίκης. Β’ τά καυθέντα κειμήλια τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ. Γ’ τά κατά τόν Μεσοποταμίτην. Δ’ ἐκ τῆς ἱστορίας τῶν βυζαντινῶν οἴκων τῆς Θεσσαλονίκης. Οἱ Ἀργυρόπουλοι.»
.
Αὐτός ὑπῆρξεν ὁ πολυγραφώτατος σοφός Πέτρος Παπαγεωργίου, κλασσικός φιλόλογος καί βυζαντινολόγος, συγκεντρώνων στό πρόσωπο Νεοέλληνα τά δυό ἀδιάσπαστα τμήματα τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, τό ἀρχαῖο καί τό μεσαιωνικό.
Πρό παντός ὅμως ὁ Παπαγεωργίου ὑπῆρξεν Ἕλλην πατριώτης, ἀγαπῶν μάλιστα παραφόρως τήν ἰδιαίτερή του πατρίδα, τή γενέτειρά του Θεσσαλονίκη. Σέ χρόνια δυσμενῆ γιά πνευματική ἐργασία, ὅταν οἱ θηριωδίες τῶν Βουλγάρων Κομμιτατζήδων καί οἱ συγκινήσεις τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα ἐτάραζαν τά πνεύματα, ὁ Παπαγεωργίου βρίσκει τή δύναμη νά γεμίζη τίς ἐφημερίδες καί τά περιοδικά, δικά μας καί ξένα, μέ δημοσιεύματα γιά τήν ἱστορία καί τήν ἀρχαιολογία τῆς πατρίδας του, τήν ἑλληνικότητα τῆς ὁποίας μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐπιστημονικῶς ἀποδεικνύει.
Αὐτός εἶναι ὁ μακεδονικός ἀγώνας τοῦ Παπαγεωργίου. Οἱ βιογράφοι τοῦ λέγουν ὅτι λόγω τῶν σχέσεών του μέ τούς Τούρκους ἔμπαινε ἐλεύθερα καί χωρίς νά γεννᾶ ὑποψίες στό Ἑλληνικό Προξενεῖο, ὅπου ὑπέβαλλε καί μυστικές ἀναφορές γιά τόν ἀγώνα πρός τήν Κυβέρνηση τῶν Ἀθηνῶν.
Αὐτό ὅμως τό ἔκαμαν καί ἄλλοι. Τόν ἐπαναστατικό ὅμως ἀγώνα γιά τήν ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας, πού τήν ἀμφισβητοῦσαν οἱ Βούλγαροι, μόνο ὁ Παπαγεωργίου τόν ἔκαμε τόσο ἐπιτυχῶς. Σέ χρόνια, στά ὁποῖα ἡ ἀρχαιολογική ἐπιστήμη βρισκόταν ἀκόμα στά σπάργανά της στήν Ἑλλάδα, ὁ Παπαγεωργίου εἶναι διακεκριμένος ἐπιγραφικός καί ἀρχαιολόγος.
Σέ χρόνια δουλείας, στά ὁποῖα ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα ἦταν δύσκολη, ἄν ὄχι ἀδύνατη, ὁ Παπαγεωργίου εἶναι ἀκούραστος ἐρευνητής. Ἐξετάζει τουρκικά τζαμιά, ἄλλοτε βυζαντινούς ναούς, περιεργάζεται τά ἀποκαλυπτόμενα σέ τουρκικές κατεδαφίσεις, παρακολουθεῖ τουρκικές ἐργασίες ἐπισκευῶν.
Σέ χρόνια, χωρίς ἐπιστημονική βιβλιογραφία, ὁ Παπαγεωργίου εἶναι κριτικώτατος, ἰδίως σέ ζητήματα ἀρχαιολογίας τοῦ τόπου του.
Οἱ σύγχρονοί του τόν τίμησαν, ὅσον κανένα. Ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση τοῦ ἀπένειμε τόν Χρυσοῦν Σταυρόν τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ’ τόν ὀνόμασε Μέγαν Ἄρχοντα Διδάσκαλον τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπιτροπεία τοῦ Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης τόν ἐξέλεξε Διευθυντήν αὐτῆς.
Διορίσθηκε στό Πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν ἀριστίνδην Καθηγητής τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ὁ Παπαγεωργίου ὅμως ἐμποδίστηκε νά ὁρκισθῆ ἐντός των προθεσμιῶν καί νά ἀναλάβη τή θέση.
Ἡ ἐν Τεργέστη Ἑλληνική Κοινότης τοῦ ἔδωσε τό Οἰκονόμειον Βραβεῖον.
Ἡ Βασιλική Ἀκαδημία τοῦ Μονάχου του ἀπένειμε χρηματικό βραβεῖο τοῦ κληροδοτήματος Θερειανοῦ, τό ὁποῖον ὅμως ἀνακλήθηκε, ὅταν ἀναγγέλθηκε ὁ θάνατος τοῦ Παπαγεωργίου, πού ἐπῆλθε στάς Ἀθήνας ἡμέρα Σάββατο τήν 18η Ἰανουαρίου τοῦ 1914.
Κατόπιν τοιούτου ἔργου καί τοιούτων τιμῶν, τό σημερινό φιλολογικό μνημόσυνο «ἐπί τῇ συμπληρώσει πεντηκονταετίας ἀπό τοῦ θανάτου του» ἀποτελεῖ ἐλάχιστο φόρον τιμῆς στή μνήμη τοῦ Παπαγεωργίου, ἀλλά καί ἐπιτακτικό καθῆκον γιά μᾶς.
Ἐπιτρέψτε μου τώρα νά προσθέσω μερικές ὄχι πολύ γνωστές πληροφορίες γιά τόν Παπαγεωργίου καί τήν οἰκογένειά του:
Ὁ Πέτρος Παπαγεωργίου γεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη τό 1859 μέσα στό πατρικό του σπίτι, πού βρισκόταν στή σημερινή ὁδό Φιλίππου, ἀπέναντι ἀπό τό Τμῆμα Μεταγωγῶν καί στή γωνία τῆς διασταύρωσης τῶν ὁδῶν Φιλίππου καί Χριστοπούλου, τό διώροφο αὐτό μέσα σέ κῆπο σπίτι, ἄλλοτε μέ ἁμαξοστάσια καί ἰδιαίτερο οἴκημα ὑπηρετῶν, πουλήθηκε ἀπό τούς γονεῖς τοῦ Παπαγεωργίου στόν πλούσιο γιατρό Χρήστοβιτς, τοῦ ὁποίου οἱ κληρονόμοι τό πούλησαν ἔπειτα στό νεώτερο ἰδιοκτήτη τοῦ Σιδηρόπουλο. Σήμερα κτίσθηκε πολυκατοικία στή θέση του.
Ὁ πατέρας τοῦ Πέτρου, Νικόλαος Παπαγεωργίου, μεγαλέμπορος, κατήγετο ἀπό τό Κρούσοβο, ἡ δέ μητέρα τοῦ Δομνίκη ἀπό τό Μοναστήρι. (Μπίτολα;)
Οἱ ἀδελφοί του Πέτρου ἦταν
α) ὁ Ἀλέξανδρος Παπαγεωργίου, Διευθυντής τῶν Σιδηροδρόμων,
β) ὁ Εὐμένης Παπαγεωργίου, δικηγόρος καί ἀρχισυντάκτης τοῦ «Ἀστέρος», πού κακοποιήθηκε ἀπό τούς Νεοτούρκους γιά τά ἄρθρα του καί πέθανε θάνατο λησμονημένου ἐθνομάρτυρα στόν Εὐαγγελισμό τῶν Ἀθηνῶν,
καί οἱ ἀδελφές του
α) ἡ Ἐλισσάβετ Παπαγεωργίου Ζουμετίκου καί
β) ἡ Ἑλένη Παπαγεωργίου Μάρκ.
Τῶν ἀρρένων ἀδελφῶν του Πέτρου ζοῦν σήμερα στή πόλη μᾶς ἀπόγονοι.
Θεῖος τοῦ Πέτρου καί ἀδελφός τοῦ πατρός του Νικολάου ὑπῆρξε ὁ Τάσκος Παπαγεωργίου, πατήρ τοῦ νομομαθοῦς παλαιοῦ Μακεδονομάχου καί Προέδρου τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας, Φιλώτα Παπαγεωργίου, πού πέθανε στήν Κατοχή.
Καί τοῦ Τάσκου Παπαγεωργίου ζοῦν σήμερα στή πόλη μᾶς γυναῖκες ἀπόγονοι.
Τί ἀπέγινε ὅμως ἡ πλούσια βιβλιοθήκη τοῦ Παπαγεωργίου καί τά χειρόγραφά του, μεταξύ των ὁποίων ὑπῆρχαν ἀντίγραφα ἀπό 6.000 ἐπιγραφές, τίς ὁποῖες ἑτοίμαζε γιά ἕνα Corpus Inscriptionum Thessalonicae, σημειώσεις γιά ὅλα τα βυζαντινά μνημεῖα τῆς Θεσσαλονίκης καί ὑλικό γιά τή συγγραφή μιᾶς ἐκτενοῦς ἱστορίας τῆς Θεσσαλονίκης, τήν ὁποία σχεδίαζε; Ὑλικά δηλαδή γιά 20 χρόνια δουλειά;
Ὅταν ὁ Πέτρος Παπαγεωργίου ἐπέστρεψε ἀπό τή Μυτιλήνη τό 1899, εἶχε πουληθῆ τό πατρικό του σπίτι τῆς ὁδοῦ Φιλίππου καί ὁ Παπαγεωργίου ἔμεινε μέ ἐνοίκιο στήν οἰκία Λιόντα, ἀπέναντι ἀπό τήν εἴσοδο τῆς Ἀχειροποιήτου, ἐκεῖ, ὅπου σήμερα εἶναι πλατεία.
Τό 1910 ἔλυσε τή μίσθωση καί μετέφερε ὅλα τα ὑπάρχοντά του στάς Ἀθήνας, ὅπου ἐγκαταστάθηκε ὁριστικῶς.
Ὅταν τό 1914 ὁ Παπαγεωργίου πέθανε στάς Ἀθήνας, ἡ βιβλιοθήκη του μεταφέρθηκε στή Θεσσαλονίκη γιά νά μοιρασθῆ στούς κληρονόμους του καί παραδόθηκε γιά ἀσφάλεια στό Γηροκομεῖο, ἀφοῦ οἰκία Πέτρου Παπαγεωργίου δέν ὑπῆρχε πλέον στή Θεσσαλονίκη.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1917 ἡ βιβλιοθήκη δέν εἶχε ἀκόμα διανεμηθῆ καί ἡ μεγάλη πυρκαϊά τοῦ 1917 ἔκαψε καί τό Γηροκομεῖο καί τή βιβλιοθήκη.
Μιά συλλογή ἀρχαίων νομισμάτων τοῦ Πέτρου Παπαγεωργίου, πού εἶχε περιέλθει στά χέρια τοῦ Διευθυντοῦ τῆς Τραπέζης τῆς Ἀνατολῆς, τοῦ Χαριλάου Γρηγορίου Ζουμετίκου, γιοῦ τῆς ἀδελφῆς του Πέτρου Ἔλισσαβετ, πρίν νά διανεμηθῆ καί αὐτή στούς κληρονόμους κλάπηκε ἀπό ἄγνωστους διαρρῆκτες, πού διέρρηξαν τήν οἰκία Ζουμετίκου, ἡ ὁποία βρισκόταν κοντά στήν παλιά ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου στή σημερινή πλατεία Δικαστηρίων καί ἡ ὁποία κάηκε στήν πυρκαϊά τοῦ 1917.
Αὐτά εἶναι ὅσα ξέρομε ἀπό συγγενεῖς του Παπαγεωργίου, πού ζοῦν σήμερα.
Στό τέλος φύλαξα τή γνώμη γιά τόν Παπαγεωργίου ἑνός συγχρόνου του, τοῦ καθηγητοῦ I. Τσικοπούλου, ὁ ὁποῖος γράφει στήν «Ἀλήθεια» τῆς 18 Σεπτεμβρίου 1904 γιά τόν Παπαγεωργίου τά ἑξῆς:
Ἄν ὁ ἀοίδιμος Στέφανος Κουμανούδης ἐπεθύμει νά ἐπικαλῆται Φιλαθήναιος, ὁ κ. Πέτρος Παπαγεωργίου δικαιοῦται νά προσαγορευθῆ Φιλοθεσσαλονικεύς, διότι εἶναι μέν φιλόλογος, φιλίστωρ καί φιλάρχαιος, ἰδιάζουσαν δέ στοργήν διατρέφει πρός τήν ἀναδίφησιν τῶν περί τήν πάτριον ἠμῶν χώραν καί μάλιστα τῶν κατά τήν γενέθλιον αὐτοῦ πόλιν. Ἐκ τοιαύτης ἀπόψεως ὁ κ. Πέτρος Παπαγεωργίου εἶναι μονάκριβον τέκνον τῆς Θεσσαλονίκης».Μονάκριβο πράγματι τέκνο τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ μοναδικός φιλόλογος τῆς πόλης μετά τόν Εὐστάθιο, ὁ πρῶτος ἐπιστήμονας ἀρχαιολόγος της, ὁ μακεδονομάχος της στό ἐπιστημονικό πεδίο, ὑπῆρξε ὁ Πέτρος Παπαγεωργίου καί τή μνήμη τοῦ τέκνου τούτου τῆς Θεσσαλονίκης θελήσαμε νά τιμήσωμε σήμερα, πενήντα χρόνια συμπληρούμενα ἀπό τό θάνατό του.
«Ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πάσα γῆ τάφος», ἀλλά τή πατρίδι ἡ ἰδιαιτέρα τιμή.
Πηγή: YaunaTakabara
Επιδιόρθωση κειμένου: MacedonianAncestry
Επιδιόρθωση κειμένου: MacedonianAncestry
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου