Από
αφιερωματική βραδιά για τη ΜΑΡΙΑ
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ '' Ας Μιλήσει η Τέχνη'''
Δεξιά
άκρη η Σπουδαία μας Μαίρη Χαλκιά ,
δίπλα
ο ηθοποιός ποιητής Παναγιώτης Κούγιας
,
κέντρο
Παναγιώτα Βασιλοπούλου,
άκρη
Δεξιά η σπουδαία ηθοποιός Εθνικού
Θεάτρου
, Ελένη Οικονομίδου
|
Αποκλειστικό
Για την Ένωση Συντακτών Διαδικτύου :
Παναγιώτα Βασιλοπούλου : Αξιωματούχος
Δημοσιογράφος της ΕΣΔ : Αστυνομικός και
Δικαστικός Ρεπόρτερ στην Εγκληματολογία
Η
ΖΩΗ ΤΗΣ
Η
Πρόσκληση , φτιαγμένη από
Παναγιώτα
Βασιλοπούλου ....
|
Η
σεβαστή μας ποιητρια, Μαρια Πολυδούρη
γεννηθηκε στη Καλαμάτα την 1 Απρίλη του
1092 . Ένα πρωταπριλιάτικο αστείο η
ζωή της ; Ή ένας μύθος; . Ήταν κόρη του
Ευγένιου Πολυδουρη και της Κυριακής
Πολυδουρη μιας γυναίκας με πρώιμες
φεμινιστικές ανησυχίες. Λόγο που ο
πατέρας της ήταν φιλόλογος έζησε στο
Γύθειο και στα Φιλιατρά , όπου και φοιτά
κι ολοκληρώνει τις γυμνασιακές της
σπουδές στη Καλαμάτα. Σε ηλικία 16 ετών
μετά από διαγωνισμό , διορίζετε στη
Νομαρχια Μεσσηνίας ενώ παράλληλα
εκδηλώνει ζωντανό ενδιαφέρων για το
γυναικείο ζήτημα.
Στα
γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών
με το πεζοτράγουδο ¨ο πόνος της μάνας¨.
Αναφέρετε στο θάνατο ενός ναυτικού, τον
οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές
των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο
από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε
στο Γύθειο.
Το
1920 χάνει σε διάστημα σαράντα ημερών ,
τον πατέρα της και τη μητέρα της. Το 1921
μετά από δική της απόφαση ζητά μετάθεση
στην Αθηνα και παράλληλα εγγράφετε στη
Νομική σχολη του Πανεπιστήμιου Αθηνών.
Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον
Καρυωτάκη και μεταξύ τους θ’ αναπτυχθεί
ένας σφοδρός ερωτάς , που θα κρατήσει
λιγο , αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο
για στη ζωή και το έργο της.
Απαγγελία
: Παναγιώτα Βασιλοπούλου
ΠΟΙΗΜΑ
ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΤΗΣ ΒΡΑΔΙΑΣ
από
την Βασιλοπούλου Παναγιώτα
|
Για
πρώτη τους φορα συναντήθηκαν όταν τον
Ιανουάριο του 1922 όταν η Πολυδουρη ήταν
20 χρόνων και ο Καρυωτακης 26. Εκείνη ειχε
δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα
, εκείνος ειχε εκδώσει δυο ποιητικές
συλλογές «πόνο των ανθρώπων και των
πραμάτων» 1919 , και τα Νηπενθή 1921και ειχε
ήδη κατακτήσει την εκτίμηση ορισμένων
κρητικών και ομότεχνων του.
Το
καλοκαίρι του1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει
ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη. , νόσημα
τότε στιγματισμένο. Το ανακοινώνει
πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά
να χωρίσουν. Εκείνη του προτείνει να
παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδία. ,
αλλά ο Καρυωτακης είναι πολύ περήφανος
για να δεχθεί τη θυσία της . Εκείνη πάλι
αμφιβάλλει για την ειλικρίνεια του και
νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση
για να την απομακρύνει από κοντά του.
Στη
διάρκεια του 1924 μπαίνει στη ζωή της ο
δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου , άρτι
αφήξεις από το Παρισι Είναι νεαρός ,
ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί
αλλά στη καρδιά της σιγόκαιει ο ερωτάς
για το Καρυωτάκη.
Παρά
την αφοσίωση του σε αυτήν ο Αριστοτέλης
, η Μαρια δείχνει να μην μπορεί να
συγκεντρωθεί τις σοβαρά σε καμία
δραστηριότητα. Χάνει τη δουλεία της στο
Δημόσιο από αλλεπάλληλες απουσίες της
και εγκαταλείπει τη Νομική . Φοιτα στη
Δραματική σχολη του εθνικού θεάτρου ,
προλαβαίνει μάλιστα να εμφανιστεί ως
ηθοποιός σε μια παράσταση .
Το
καλοκαίρι του 1926 δυαλυει τον αρραβώνα
της και φευγει για το Παρισι . Σπουδάζει
ραπτική και φημολογείται πως με την
ευκαιρία μιας κληρονομιάς , ότι ήθελε
να γευτεί τη μεγάλη ζωή του Παρισιού
και γι΄ αυτό ήθελε να γευτεί τόσο πολύ
τη ζωή , όσο πιο πολύ μπορούσε . τη
σπαταλούσε αλόγιστα και απερίσκεπτα.
Ίσως πριν ακομα λοιπόν εμφανιστούν τα
συμπτώματα που θα την έφερναν γρηγορα
στον τάφο και τόσο νέα, την τυραννούσε
το προαίσθημα πώς δεν θα ζούσε για πολύ.
Ενώ λοιπόν ήταν στο Παρισι έζησε για ν΄
ασωτέψει τη ζωή της σε μια κοσμούπολη
με μεγαλύτερη άνεση. Τον άλλο χρόνο
ξαναγύρισε στην Αθηνα , άρρωστη
βαρεία , για να καταλήξει σε μια τρίτη
θέση στο «ΣΩΤΗΡΙΑΣ». Εκει την επισκεπτετε
για πρώτη φορα ο Καρυωτακης λιγο πριν
φυγει για τη Πρεβεζα ο ποιητής μας .
Διαπιστώνουν
,ακομα μία φορα πως είναι αδύνατο να
σμίξουν λόγο των ιδιοσυγκρασιών τους..
Το
ποίημα της μεγάλης ποιήτριας «ΣΩΤΗΡΙΑ»
θα το χρειαστούμε στο μέλλον γιατι όλοι
γι΄ αυτό θα ψάχνουμε.
Τη
Σωτηρια. !!!!!
Απαγγελία
: Παναγιώτα Βασιλοπούλου :
Το
γράμμα της
Πολυδούρη
|
«ΣΩΤΗΡΙΑ»
Ας
περάσει πια η μέρα με το φως της.
Η
νύχτα γιατι τόσο αργοπορεί;
Στων
πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα
με
καρτερεί.
Των
θανάτων θα τρεμοσβήσουνε τα φώτα
Κι
ο ύπνος θα ΄ρθει σα λιγοθυμιά.
Ένα
αδειανό κρεβάτι, εδώ δίνει
εντύπωση
καμία.
Θα
με διπλώσει το σκοτάδι κι όπως
μες
στις βαθιές σκιές θα μπερδευτώ,
πως
είμαι θα πιστεύω πάλι κάτι
από
τον κόσμο αυτό.
Μεσα
στο φόβο θα βαθαίνει η νύχτα
όταν
ο άνεμος θα΄ ρθει ξαφνικά .
Ο
ευκάλυπτος τα μαλλιά του θα τινάξει
και
των ονείρων μαζί τα μυστικά.
Το
μυστικόν αγώνα θα γρικάω
του
Φθινοπώρου ,ο ανίκητος εχθρός.
Θα
με λικνίζει χαρωπό τραγούδι
ο
απελπισμένος θρος.
Κι αν δεν την καρτερώ ,ξέρω πως θα΄ ρθει
η
γάτα αυτήν που νυχτοπερπατεί,
μια
γάτα που δεν ξερει τι είναι χάδι
και
δεν το δίνει και δεν το ζητεί.
Στα
ποδιά μου θα κάθεται μονο,
αδιάφορη
στο κρύο το παγερό
διακριτικά
το βλέμμα μου αποφεύγει
κι
είναι σα να με ξερει από καιρό
Η
Ελένη Οικονομίδου Αναλύει τον
Έρωτα
της Πολυδούρη για τον
Καρυωτάκη
|
Η
Πολυδουρη μετέφερε στα γραπτά της τη
ζωή της και τα βιώματα της. έγραφε εντελώς
αυθόρμητα και υπήρξαν υλικό για την
ποιηση της. Ο έρωτας κι θάνατος , η
αγαπη, μια αγαπη που την εξιδανίκευσε
τόσο ώστε η πορεία της προς το θάνατο
ήταν αναπόφευκτη. Από τη Πολυδουρη
μπορούμε να δούμε πως λειτουργεί η
γυναικεία ψυχολογία που καθρεφτίζεται
στην απορρηψη του Καρυωτάκη όπως επίσης
και η επιβλητικότητα των στίχων της από
τα στοιχεία νεοσυμβολιστικών καταβολών.
Η αυτονόητη επιρροή που δέχτηκε από τον
Καρυωτακισμο, τον έρωτα της για εκείνον
τον σύντομο δεσμό τους , την απόρριψη
στη πρόταση γαμου που του ειχε κανει κι
εκείνος αρνήθηκε, όλα είναι αποτυπωμένε
στη ποιηση της.
Τα
άπαντα της εκδόθηκαν το 1961 με επιμέλεια
της Λίλης Ζωγράφου, με προσθήκη
αδημοσίευτων ποιημάτων, ενώ το 1981 ο
Τάκης Μένανδρος επιμελήθηκε μια νέα
έκδοση των απάντων με προσθήκη μιας
νουβέλας που ειχε ολοκληρώσει. Το 1925
στη φτέρη του Αιγαίου , ατιτλοφορητη,
που αργοτερα πήρε το όνομα ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ.
Στην εργογραφία της επίσης εντάσσετε
και το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ της καθώς και κάποιες
μεταφράσεις γαλλικων ποιημάτων . Τα
ποιήματα της χαρακτηρίζονται από
πρωτόγεννη λυρισμό και υπέρτατη αξία
της ζωής θεωρεί τον έρωτα.
Με
τα έντονα συναισθήματα , η ιδια γραφει
αυθόρμητα αδυνατώντας να ελέγξει και
να υποτάξει το λυρισμό της σε συμμετρικά
σχήματα.
Παρότι
η θεματολογία της δεν ξεπερνά το
τετριμμένο και το κοινότοπο, η γλώσσα
και ο στοίχος δεν είναι επιμελώς
επεξεργασμένα, πολλές φορές πλατειάζει
ή ρέπει προς το μελοδραματισμό. , εν
τούτοις η γνησιότητα του πάθους και ο
λυρισμός διασώζουν την ποιηση της.
Αδικημένη
από την κριτική , η οποια την είδε
παραπληρωματικά του Καρυωτάκη, λόγο
της καταλυτικής του λογοτεχνικής
προσωπικότητας
Και
του μεταξύ τους δεσμού, για πολλά χρόνια
ήταν πίσω από τη δική του ποιηση.
Στην
εποχή της , εποχή της διάσκεψης των
ελπίδων του εθνικού οράματος της
δημιουργίας της μεγάλης Ελλάδας και
των ποικίλων προβλημάτων που η
Μικρασιατική καταστροφή προκάλεσε, της
δημιουργήθηκαν , όπως και σε άλλους
ποιητές της γενιάς της, απογοήτευση ,
μελαγχωλια, αίσθηση του αδιέξοδου ,
αμφισβήτηση των ιδανικών που ενέπνευσαν
τις παλαιότερες γενιές λογοτεχνών. Έτσι
διαμορφώθηκε η νεορομαντική –
νεοσυμβολιστική σχολη, στην οποια η
ποιητρια ενταχθηκε.
Η
ιδια ακολουθεί τη σχολη αυτή και γραφει
ποιηση που χαρακτηρίζεται από μουσικοτητα
, ατμοσφαιρικη μελαγχωλια. Στοχος της
σχολής είναι επίσης ο εκσυγχρονισμός
της παραδοσιακής μετρικής ποίησης που
επιτυγχάνει με παρεκκλίσεις από τους
αυστηρούς κανόνες , προκριμένου να
επιτευχθεί ο λυρισμός. Επηρεάζετε ,
επίσης άμεσα από τον κύριο εκπροσωπώ
της σχολής αυτής τον Κώστα Καρυωτάκη,
ο οποίος την ενέπνευσε τόσο ως καλλιτέχνης
αλλά και ως άνθρωπος του ερωτικού της
δεσμού.
Από
τους νεορομαντικούς διαφοροποιείτε ως
προς το γεγονός ότι η ιδια μετέφερε
στ ποιήματα της τα άμεσα βιώματα και
τα συναισθήματα της, σε αντίθεση με τους
υπόλοιπους εκπρόσωπους, για τους οποίους
αποτελούσαν πρώτη ύλη της ποίησης τους.
Τις
τελευταίες τις στιγμές τη βρίσκουμε
στο νοσοκομειο ¨ΣΩΤΗΡΙΑ¨ , κοντά σε
αγαπημένους φίλους . Όπως τη Μυρτιώτισσα
, τον Άγγελο Τερζάκη, τη Γαλάτεια
Καζαντζάκη , την Έλλη Αλέξιου και πλήθος
θαυμαστών φίλων, των γραμμάτων και μη.
Πεθαίνει στις 29 Απριλιου 1930 , στο
νοσοκομειο «ΣΩΤΗΡΙΑ» χωρίς εκείνη να
τη βρει, έστω και από εκει μεσα. Τη σωτηρία
της. !!!
ΟΝΕΙΡΟ
Δε μ’ εφταν΄ ούτε καν αχός
μες
στη ζωή που ζούσα
κι
θύμηση λιγοθυμη
των
όσων αγαπούσα.
Κι
ηρθ΄ η ματια σου γελαστή
Εαρινή
αχτίδα
και
για τα, που μου λείψανε
μου
μιλησ΄ μ΄ ελπίδα.
Μα
ειν ΄χαρες μας φτερωτες
και
το φθινόπωρο είναι
μεσα
στην ιδια μου φωνή
που
σου φωνάζει ¨¨μείνε.¨¨
Και
της ματια σου ο γελαστός
Ήλιος
θα βασιλέψει
και
τ΄ ονειρο θα ξεχαστεί
προτού
καν αληθεύει.
Ο
Άγγελος Τερζάκης από την εφημερίδα το
βήμα δημοσίευσε για τη Πολυδουρη ,
το οποίο και θα διαβάσουμε. Το συγκεκριμένο
απόσπασμα δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα
το ΒΗΜΑ 19 Απριλιου 2011.
¨
Στιγμές –στιγμές έχω την εντύπωση πως
είμαι ο τελευταίος που έχει επιζήσει
από τα θύματα ενός μεγάλου ναυαγίου.
Ένας κόσμος ολόκληρος έφυγε με το πλοίο
εκείνο, το πλοίο του Καρυωτάκη,
καταποντίσθηκε. Πρέπει να μπορείς να
συγκρίνεις το ύφος των τότε νέων με των
τωρινών, για να καταλάβεις την απόσταση.
Άλλος κόσμος ! Ήμασταν όλοι απλοϊκοί κι
ευλαβικοί, με μιαν απολησμονημένη μεσα
στα ματια μας καταχνιά του 19Ο αιώνα
, κληρονομιά πατρική. Ποιηση κοινωνική
επανάσταση, ερωτάς, μπερδεύονταν στο
μυαλό μας , έκαναν την περπατησιά μας
ζαλισμένη και σαν υπνοβατική. Από τους
τέσσερις ή πέντε νέους - δεν καλοθυμάμαι-
που ξεκινήσαμε νωρίς εκείνο το δειλινό
να πάμε στο «Σωτηρια» να κάνουμε επίσκεψη
στη Μαρια Πολυδούρη, οι τρεις τουλάχιστον
ήμασταν ερωτευμένοι μαζί της. Θανάσιμα
. ¨Η το πίστευαν.
Δεν
είχα κανει τη γνωριμία της κι ένθα κάπως
ξένος, παρείσακτος. Έπειτα, θυμάμαι,
πείσμωνα με την ομαδική εκείνη ερωτοληψια
που την τριγύριζε. Μου φαινόταν φιλολογική
και βεβηλη, να θολώνει με πυκνές
ανασαιμιές την σοβαρότητα της μορφής
της . Έτσι έχω , μιαν έμμεση μονο, ηθική
κάλλιο παρά φυσική εικόνα στο νου μου.
Γιατι εκείνο το δειλινό που λέω εγω
γλυκό, ροδαλό δειλινό της Αττικής άνοιξης
έγινε τούτο το περίεργο : Σαν φτάσαμε
μπροστά στο μονοοροφο οίκημα όπου
βρίσκονταν το δωμάτιο της , σημειώθηκε
μεσα μου , ξάφνου , μια αλλαγή. Είχα από
καιρό μίαν επιθυμία σχεδόν παθιασμένη
να την ιδώ περιέργεια νέου για μια νέα.
Εκει όμως στο κατώφλι του φτωχού
περίπτερου, μπροστά στα δυο τρία σκαλάκια
που ανέβαζαν στη βεραντουλα , άλλαξα
γνώμη. «έμπατε σεις , κάνω στους άλλους
. Εγω θα περιμένω εδώ.»
Μονομιάς
ειχε φέξει μεσα μου η σκέψη πως η κοπέλα
η άρρωστη εκει μεσα , ήταν ωραία , ερωτική
, όμως η ομορφιά της τώρα- τώρα καθώς μου
είπανε , με την επιδείνωση του κακού που
την έτρωγε , ειχε πιαστεί να κόβει. Πώς
θα της φαινόταν , αυτής που είναι κι άλας
ένας μικρός θρύλος , λυρικός , ερωτικός
, να πρωτοφτάνει , στα ματια ενός νέου
έτσι χαλασμένη; ,σημαδεμένη από τον
τραγικό πρόλογο της φθοράς; Το βρήκα
αδιάκριτο από μέρους μου , σκληρό .
Απόμεινα λοιπόν έξω , να περιμένω τους
άλλους , και μονο συλλογιζόμουν πώς
είναι ετούτη που χάνω η ύστατη , η μοναδική
ίσως ευκαιρία να δω τη Μαρια Πολυδουρη
ζωντανή. Κάπου –κάπου έριχνα κλεφτές
ματιές μέσα.
Ήταν
ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα ποδιά κατά
μένα . Δεν ξέκρινα παρά το μέτωπο της ,
που το φώτιζε μια βραδινή αντιφεγγιά
από το κοντινό παράθυρο. Ωραίο μέτωπο
, ψηλό και το φως έπαιρνε απάνω του μια
λάμψη μελιχρή, σαν από τη νεκρική λαμπάδα.
Είναι η μοναδική εικόνα που έχω από τη
Μαρια Πολυδουρη.
ΠΟΙΗΜΑ
ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΒΡΑΔΙΑΣ : ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ
Κι
ήταν…..
Κι
ήταν της νιότης σου Μαριώ,
ολάνθιστα
της θλιψης τα λουλουδια.
Μα
κάθε που κοβες και ένα ,
δίπλα
ξεπεταγόνταν .
θανάσιμα
τα λόγια ,
μα
πού στην άρνηση κουράγιο;
Ώσπου
πλέων δε χωρούσαν
κι
έριξες μια και το σπασες το βάζο.
σκόρπια
δω , σκόρπια κι εκει,
τριγύρω
και ολούθε σου.
Κι
ήταν της νιότης σου θαρρώ ολάνθιστα
της
θλιψης τα λουλουδια.
-Έλα
χάρε μαζέψετε και μ΄ αυτά μαζί και μένα,
έλα χάρε
δε
σιμώνεις γιατι είναι ανθισμένα;.
Και
σαν λέω ν΄ αναπαυτώ μου φέρνεις και το
αύριο.
-Έλα
τώρα ρε Μαριώ δε ζυγώνει , δε το βλέπεις;
-Έλα
κόρη απ΄ τα κρίνα
μη
μας φύγεις μη χαθείς.
-Λέω
και γω ν΄ αναπαυθώ, σκια και σώμα ένα να
΄με.
-Τι
να πούμε ;
άδικο
πως είχες;
-Όχι
δα! Αλίμονο.
ΤΟ
ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ
Μια
Επιστολή"Αυτό
είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ
δεν έγραψε σε μένα..."
Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ' αλήθεια, δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ' όλους. Αλλά, ούτε δα κι αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι' ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και Ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τ ' ομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι' αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για με ήταν θάνατος. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με τον θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ' αγάπησαν κι ας μη μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν τη ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μη τύχει και τους κλέψω τη ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ' αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου κι η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου κι όμως δε πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε πως αγαπούσα αληθινά. Δεν είνε στ' αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νοιώθουν τη ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μες στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι αυτοί! Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; 'Ανθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι άλλοι -οι λίγοι- προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε;
Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δε τη κατάλαβε.Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ' ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη.
Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε τη ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα!
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε -ούτ' από μας, ούτ' από τους άλλους- δεν τόλμησε να ξεφύγει από το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ' αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ' αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν -ήμασταν- δειλοί που 'ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κι υπερφίαλοι! Απόκληροι της αντίληψης.
Κι όμως ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο Κ. (εννοεί τον Καρυωτάκη) ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε κι εκείνος τόλμησε. Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, πως ήμουνα γι' αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι' αυτό θαρρώ κι έζησα τόσο μόνη κι ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σ' ένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δε δέχτηκα μ' ευμένεια κι οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα.
"Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια", έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου. Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μες από τις αναμνήσεις μου.
Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο. Γυρνώ το βλέμμα και κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη, είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος κι όμως -Θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με τη καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. Με τη καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ' εύρω μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη. Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ, να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου κείνο που μου 'ριχνες σαν έφτανα, τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου, να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν, να ιδώ, να νοιώσω το φίλημά σου. Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός κι είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν.
Τα λόγια αυτά ίσως ν' ακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλί, δε μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είνε δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν' ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν' αφήσετε να θρονιαστεί στη καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν' αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, τη κάθε σας στιγμή τραγούδι κι όταν έρθη η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξι, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια.
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω κι αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη κι αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, κείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ' Απρίλη, δεν ήμουν πεια μόνη. Νέοι που μ' αγάπησαν ήρθαν να μ' αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν.
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι η καλή μου φίλη.
Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ' αλήθεια, δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ' όλους. Αλλά, ούτε δα κι αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι' ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και Ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τ ' ομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι' αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για με ήταν θάνατος. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με τον θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ' αγάπησαν κι ας μη μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν τη ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μη τύχει και τους κλέψω τη ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ' αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου κι η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου κι όμως δε πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε πως αγαπούσα αληθινά. Δεν είνε στ' αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νοιώθουν τη ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μες στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι αυτοί! Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; 'Ανθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι άλλοι -οι λίγοι- προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε;
Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δε τη κατάλαβε.Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ' ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη.
Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε τη ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα!
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε -ούτ' από μας, ούτ' από τους άλλους- δεν τόλμησε να ξεφύγει από το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ' αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ' αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν -ήμασταν- δειλοί που 'ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κι υπερφίαλοι! Απόκληροι της αντίληψης.
Κι όμως ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο Κ. (εννοεί τον Καρυωτάκη) ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε κι εκείνος τόλμησε. Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, πως ήμουνα γι' αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι' αυτό θαρρώ κι έζησα τόσο μόνη κι ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σ' ένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δε δέχτηκα μ' ευμένεια κι οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα.
"Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια", έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου. Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μες από τις αναμνήσεις μου.
Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο. Γυρνώ το βλέμμα και κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη, είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος κι όμως -Θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με τη καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. Με τη καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ' εύρω μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη. Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ, να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου κείνο που μου 'ριχνες σαν έφτανα, τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου, να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν, να ιδώ, να νοιώσω το φίλημά σου. Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός κι είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν.
Τα λόγια αυτά ίσως ν' ακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλί, δε μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είνε δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν' ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν' αφήσετε να θρονιαστεί στη καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν' αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, τη κάθε σας στιγμή τραγούδι κι όταν έρθη η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξι, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια.
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω κι αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη κι αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, κείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ' Απρίλη, δεν ήμουν πεια μόνη. Νέοι που μ' αγάπησαν ήρθαν να μ' αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν.
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι η καλή μου φίλη.
Με
αγάπηΜαρία
Πολυδούρη
Κείμενα
, Επιμέλεια , σκηνικά : Παναγιώτα
Βασιλοπούλου
Σκηνοθεσία
Γιώργος Καραβαράκης
Μουσική
επιμέλεια : Δημήτρης Γκραβάς
Τους
Ευχαριστώ όλους για την μοναδική βραδιά
που
πήρε χώρο και υλοποιήθηκε στο Δήλεσι
Βοιωτίας
.
I just want to thank you for sharing your information and your site or blog this is simple but nice Information I’ve ever seen i like it i learn something today. τα τελευταια νεα τησ ημερασ
ΑπάντησηΔιαγραφή